Η Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση του 2025 αποκαλύπτει μια περίπλοκη εικόνα: παρά τη συνέχιση της ήπιας μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2024, η χώρα παραμένει η δεύτερη φτωχότερη στην ΕΕ σε σχέση με το εισόδημα και το κόστος διαβίωσης. Βασική διαπίστωση είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ της αύξησης των κερδών και της στασιμότητας των μισθών, γεγονός που υπονομεύει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και δημιουργεί σημαντικές κοινωνικές ανισότητες.

 

Ανάπτυξη με αδυναμίες και κοινωνικές επιπτώσεις

Ενώ η κατανάλωση και οι επενδύσεις συνέβαλαν θετικά στο ΑΕΠ, η αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών προήλθε κυρίως από μη μισθωτή εργασία και πλούτο, με τους μισθούς να έχουν τη δεύτερη μικρότερη συμβολή στην ΕΕ. Η μέση μηνιαία κατανάλωση των μισθωτών παρέμεινε στάσιμη, σε αντίθεση με αυτή των εργοδοτών που σχεδόν διπλασιάστηκε.

Οι επενδύσεις, αν και ξεπέρασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο το 2024, έδειξαν αρνητική τάση το α’ τρίμηνο του 2025 και εμφανίζουν υπέρμετρη εξάρτηση από επενδυτικές χορηγήσεις, κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ενδογενή επενδυτική λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεων. Το επιδεινωμένο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (6,4% του ΑΕΠ) υποδεικνύει ένα βαθύ παραγωγικό έλλειμμα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ξένων επενδύσεων κατευθύνεται σε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και ακίνητα, όχι στην παραγωγή.

 

Παγωμένοι μισθοί και δείκτες φτώχειας

Παρά τη βελτίωση στα ποσοτικά μεγέθη της αγοράς εργασίας (μείωση ανεργίας, αύξηση απασχόλησης), η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει χαμηλά ποσοστά απασχόλησης σε σχέση με την ΕΕ και σημαντικές αποκλίσεις. Το πιο ανησυχητικό είναι η καθήλωση των μισθών: ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 32,8% την περίοδο 2009-2024 και κατά 1,1% την περίοδο 2019-2024. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μεταφράζεται σε αυξημένα ωρομίσθια, με το μερίδιο των κερδών να ανέρχεται στο 50,2% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 41% στην ΕΕ, αναδεικνύοντας τα κέρδη ως τον κύριο παράγοντα πίσω από την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης.

Αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής: το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών είναι το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ (8,8%), ενώ το 57,1% των μισθωτών δηλώνει υποκειμενική φτώχεια, τιμή με διαφορά η μεγαλύτερη στην ΕΕ.

 

Περιφερειακές ανισότητες και η ανάγκη για παρεμβάσεις

Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες επηρεάζουν ανισομερώς τις περιφέρειες. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός μειώθηκε σημαντικά σε πολλές περιοχές, ενώ όλες οι περιφέρειες, πλην Αττικής και Νοτίου Αιγαίου, εμφάνισαν κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου. Παράλληλα, οι πραγματικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα μειώθηκαν σε όλες τις περιφέρειες.

Η έκθεση καταλήγει στην ανάγκη για προοδευτική αναδόμηση των θεσμών της αγοράς εργασίας, ενεργή στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων και βελτίωση των συνθηκών απασχόλησής τους. Αυτές οι παρεμβάσεις κρίνονται αναγκαίες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση της ευημερίας των πολιτών σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωοικονομικό περιβάλλον.