Σε μια έκτακτη και πανηγυρική σύγκληση προχώρησε σήμερα η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου. Η ιστορική αυτή συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 1.700 ετών από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ενός κομβικού γεγονότος για την πορεία της Χριστιανοσύνης.

Σύμφωνα με το ανακοινωθέν, πριν την έναρξη της συνεδρίασης τελέστηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, στην οποία ιερούργησε ο νεότερος τη τάξει Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Επιφάνιος. Στις 9 το πρωί, στη μεγάλη Αίθουσα των Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου, εψάλη η Ακολουθία για την έναρξη των εργασιών και, αφού αναγνώσθηκε ο κατάλογος των συμμετεχόντων ιεραρχών, διαπιστώθηκε απαρτία. Στη συνέχεια, συγκροτήθηκε η Επιτροπή Τύπου, αποτελούμενη από τους Μητροπολίτες Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεο, Μαρωνείας και Κομοτηνής Παντελεήμονα και Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Τιμόθεο.

Η Σημασία της Συνόδου της Νικαίας: Μία Δογματική Αλήθεια Διαχρονική

Στη σύντομη προσφώνησή του, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος υπογράμμισε την αδιάλειπτη προσπάθεια της Εκκλησίας για θεολογική και δογματική ενότητα, καθώς και τη ρύθμιση ζητημάτων εσωτερικής διακυβέρνησης, ήδη από την αποστολική περίοδο. Όπως ανέφερε, η αναγκαιότητα αυτών των στόχων κατέστη επιτακτική κατά τον 4ο αιώνα, όταν η Εκκλησία απέκτησε την ιδιότητα της «ανεκτής θρησκείας» μετά το τέλος των διωγμών. Σε αυτό το πλαίσιο συνεκλήθη η Σύνοδος της Νικαίας το 325, χαρακτηρίζοντάς την ως «ορόσημο» τόσο για τη δογματική διδασκαλία όσο και για τη διοίκηση της Εκκλησίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε ότι το «Ομοούσιο των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος», όπως αποτυπώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Πατέρες της Συνόδου, αποτελεί ακλόνητο στύλο της πίστης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτή η θεολογική αλήθεια παραμένει επίκαιρη και σήμερα, απέναντι σε παλαιότερες και σύγχρονες αιρέσεις (όπως Μορμόνοι, Ιεχωβάδες, αθεϊστές) και δυτικές θεολογικές προσεγγίσεις που επιχειρούν να διαταράξουν την Ορθόδοξη Θεολογία και την Τριαδολογική της κατανόηση. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο σημαντικό κανονικό έργο της Συνόδου, με τον καθορισμό του Πασχάλιου κανόνα να αποτελεί «ανεκτίμητο θησαυρό για τους Χριστιανούς».

Κλείνοντας την προσφώνησή του, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος υπογράμμισε: «Η 1700ή επέτειος μάς υπενθυμίζει τα αρχέτυπα, τις παραδοχές της Εκκλησίας και τον διηνεκή αγώνα της Ορθοδοξίας κατά των διαστρεβλώσεων, παρανοήσεων, αποκλίσεων. Η Σύνοδος αποτελεί λοιπόν μείζον εκκλησιαστικό ανάχωμα έναντι των πλανών της αιρέσεως. Σε καιρούς κρίσεως, σχετικισμού και πολιτισμικής ανατροπής “η πίστη της Νικαίας” διασφαλίζει την πίστη ως κοινή εμπειρία και ομολογία, προφυλάσσοντας την Εκκλησία από την αυθαιρεσία της ατομικότητας ή των περιστασιακών ιδεολογικών και άλλων ρευμάτων. Η “πίστη της Νικαίας” δεν αποτελεί, λοιπόν, μνημείο του παρελθόντος, αλλά πρότυπο παρόντος και μέλλοντος». Εκ μέρους των ιεραρχών, αντιφώνησε ο Μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου Σεραφείμ, ως αντιπρόεδρος της Ιεραρχίας.

Η Εισήγηση του Μητροπολίτη Μεσσηνίας: Η Συνοδικότητα ως Καθολική Έκφραση της Εκκλησίας

Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος ανέγνωσε την εμπεριστατωμένη εισήγησή του με θέμα «Η αποδοχή της θεολογίας και του έργου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στο πλαίσιο της παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Στην εισαγωγή του, σημείωσε ότι η συμπλήρωση 1.700 ετών αποτελεί αφορμή για επαναξιολόγηση και επικαιροποίηση των ιστορικών και θεολογικών δεδομένων της Συνόδου, καθώς και για διερεύνηση της σημασίας της στη σύγχρονη εκκλησιολογική πραγματικότητα.

Στο πρώτο μέρος της εισήγησής του, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας τόνισε ότι «η Α’ Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί την σπουδαιότερη μορφή έκφρασης της συνοδικότητας στην ιστορία και θεολογία των Συνόδων, ως εκφράζουσα την καθολικότητα της Εκκλησίας». Η Σύνοδος, με τη δομή και λειτουργία της, αποτέλεσε την αδιαμφισβήτητη εκκλησιολογική έκφραση της αυθεντίας της Καθολικής Εκκλησίας σε θέματα πίστης και κανονικής παράδοσης, με σκοπό τη διαφύλαξη της ενότητας και την αποφυγή μιας «πολυκέφαλης» θεώρησης της εκκλησιαστικότητας.

Ειδικότερα, σε σχέση με το θεολογικό πρόβλημα της αρειανικής αίρεσης, η Σύνοδος κατάφερε να αποτυπώσει την ενιαία και καθολική πίστη της Εκκλησίας, ως συνέχεια της πίστης των Αποστόλων και των πρώτων Πατέρων. Αυτό επιτεύχθηκε στο πλαίσιο της βιβλικής παράδοσης και με βάση την αρχέγονη Χριστολογία, οδηγώντας στη διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίο αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της δογματικής διδασκαλίας και ένα διαχρονικό και οικουμενικό κριτήριο διάκρισης μεταξύ ορθοδοξίας και ετεροδοξίας για όλες τις Τοπικές Εκκλησίες.

Αναφορικά με τα θέματα της κανονικής παραδόσεως, η Α’ Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τέλος σε έριδες, καθορίζοντας τον χρόνο του εορτασμού του Πάσχα και διευθετώντας το Μελιτιανό σχίσμα, επιλύοντας ζητήματα ποιμαντικής και εκκλησιαστικοκανονικής οικονομίας. Το κανονικό της έργο αναγνωρίστηκε και επικυρώθηκε από τις μεταγενέστερες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, επιβεβαιώνοντας την αυθεντική συνέχεια της κανονικής παράδοσης σε όλες τις εποχές της Εκκλησίας.

Στο δεύτερο μέρος της εισήγησής του, ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος αναφέρθηκε στην αναγνώριση της εκκλησιολογικής σημασίας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου όσον αφορά την έννοια της συνοδικότητας στον 21ο αιώνα, και σε σχέση με τις ταυτότητες άλλων χριστιανικών παραδόσεων. Τόνισε ότι οι Ορθόδοξοι καλούνται να αντλήσουν από τη δομή, τη λειτουργία και τη συγκρότηση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στοιχεία για να επαναδιατυπώσουν την έννοια της συνοδικότητας, όχι μόνο για τους «εντός» αλλά και για τους «εκτός» της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ολοκληρώνοντας, ο Μητροπολίτης υπογράμμισε ότι ο εορτασμός των 1.700 ετών από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα της συνοδικότητας και τον τρόπο αναγνώρισης και αποδοχής της από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται να διδάξει και να νοηματοδοτήσει τις άλλες Χριστιανικές Ομολογίες σχετικά με τη «συνοδικότητα», αλλά και σε σχέση με σύγχρονα ανθρωπολογικά προβλήματα. «Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος θα πρέπει να παραμένει πάντοτε το σημείο αναφοράς και το πρότυπό μας, όχι μόνο εορτολογικά, αλλά κυρίως εκκλησιολογικά, ώστε να μπορούμε να επιβεβαιώνουμε έμπρακτα και ουσιαστικά την σημασία της στην σπουδαιότητά της αλλά και την αναγκαιότητά της».

Η πανηγυρική συνεδρία ολοκληρώθηκε με τον πρόεδρο και τους συνέδρους να ευχαριστούν τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο για την εμπεριστατωμένη εισήγησή του.