Άγιος Αυγουστίνος Επίσκοπος Ιππώνος:

ο Άγιος Αυγουστίνος (ο και Aυρήλιος ονομαζόμενος) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμηδίας στην Αφρική, το έτος 354 μ.Χ. από μητέρα φλογερή χριστιανή, τη Μόνικα (τιμάται 4 Μαΐου) και πατέρα ειδωλολάτρη τον Πατρίκιο. Τις εγκύκλιες σπουδές πραγματοποίησε στην πατρίδα του και στη συνέχεια ο πατέρας του, τον έστειλε στα Μάδαυρα και για ανώτερες σπουδές στην Καρχηδόνα.

Ως νεαρός φοιτητής έζησε ζωή έκλυτη, από την οποία απόκτησε και κάποιο εξώγαμο τέκνο. Στην Αφρική, έγινε οπαδός του Μανιχαϊσμού, αλλά όταν αργότερα έφθασε στο Μιλάνο οι θερμές ολονύκτιες προσευχές της μητέρας του, η επισταμένη μελέτη των αγίων Γραφών από τον ίδιο και τα φλογερά κηρύγματα του Επισκόπου Μεδιολάνων Αμβροσίου, έφεραν τον Αυγουστίνο στο χριστιανισμό, ζήτησε να κατηχηθεί και βαπτίστηκε χριστιανός μαζί με τον 15χρονο γιο του Αδεοδάτη.

Αργότερα επέστρεψε στην Αφρική όπου δίδαξε και με θέρμη διέδωσε τον χριστιανισμό και μετά την κοίμηση της μητέρας του πήγε στη Ρώμη. Όταν το 391 μ.Χ. επισκέφθηκε κάποιους φίλους του στην Ιππώνα (στα παράλια της Νουμηδίας), ο επίσκοπος της πόλης εκτιμώντας τα πλούσια χαρίσματά του, το πάθος της διδασκαλίας αλλά και τη βαθύτατη θεολογική του γνώση, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και αργότερα βοηθό επίσκοπο. Μετά την κοίμηση του Βαλερίου τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Επισκοπής Ιππώνος το 396 μ.Χ.

Ποίμανε με σύνεση και διάκριση το ποίμνιό του για 34 ολόκληρα χρόνια και εκοιμήθη ειρηνικά σε ηλικία 76 ετών, στις 28 Αυγούστου 430 μ.Χ. Ακολουθία του Αγίου συνέταξε ο Αγιορείτης Ιάκωβος, που εκδόθηκε στη Σμύρνη το 1861 μ.Χ. και ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Δανιηλίδης, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1914 μ.Χ.

Όσιος Ιερώνυμος:
ο Όσιος Ιερώνυμος γεννήθηκε το 345 μ.Χ. στο χωριό Στριδώνι της Δαλματίας από γονείς ενάρετους χριστιανούς, οι οποίοι για να τον μορφώσουν καλύτερα, τον έστειλαν στη Ρώμη. Εκεί βαπτίστηκε, αλλά και εκεί έπεσε στη διαφθορά.

Μετά τη Ρώμη επισκέφθηκε τη Γαλλία. Έπειτα επέστρεψε στην Ιταλία και από εκεί πέρασε στην Ανατολή και έφθασε το 373 μ.Χ. στην Αντιόχεια για να συνεχίσει τις σπουδές του. Αφού βέβαια γρήγορα συνήλθε από τις νεανικές του παρεκτροπές, αποσύρθηκε στην έρημο της Χαλκίδας (στη Συρία) και ζούσε ασκητική ζωή.

Αηδιασμένος όμως από τους εκεί υποκριτές μοναχούς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό και τον Γρηγόριο Νύσσης και από εκεί επέστρεψε στη Ρώμη, πολύ εκτιμώμενος για την πολυμάθεια του. Αλλά οι σχέσεις του με μια πλούσια, αλλά ευσεβή χήρα, την Παούλα, και τις θυγατέρες της, σκανδάλισε τη Ρωμαϊκή κοινωνία και αναγκάσθηκε να φύγει με τη συνοδεία αυτών από τη Ρώμη και να πάει δια της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα και από κει στη Βηθλεέμ, όπου έκτισαν δύο Μονές, μία ανδρική και μία γυναικεία, στις όποιες και διέμεναν.

Και η μεν Πάουλα πέθανε στη Βηθλεέμ το 404 μ.Χ. και λύπησε πολύ τον Ιερώνυμο, αυτός δε το 420 μ.Χ. Αργότερα το ιερό του λείψανο μετακομίστηκε στη Ρώμη και εναποτέθηκε στον Ναό της S. Maria Maggiore. Ακολουθία του, ποίημα Νήφωνος Αγιορείτου, εκδόθηκε στην Αθήνα το 1925 μ.Χ.