Ο Αύγουστος μυρίζει ήλιο, αλάτι και ξερά χόρτα. Είναι ο μήνας που ο ήλιος καίει περισσότερο, τα μεσημέρια σιωπούν κάτω από το τζιτζίκι, και η θάλασσα γίνεται σπίτι. Ατέλειωτα μπάνια, βουτιές που ξεπλένουν τη σκέψη, και τα απογεύματα ένα απαλό μελτέμι που στεγνώνει το αλάτι στο δέρμα.

Τη νύχτα, η μεγαλύτερη πανσέληνος του χρόνου φωτίζει παραλίες και αυλές. Στη σιωπή του καλοκαιρινού ουρανού, τα πεφταστέρια του Αυγούστου σκίζουν το σκοτάδι, σαν να αφήνουν πίσω τους ευχές ανείπωτες. Κάπου εκεί γεννιούνται εφηβικοί έρωτες, στις σκιές των κυπαρισσιών ή στο βάθος ενός θερινού σινεμά, με άρωμα γιασεμί και ήχο από κύματα που δεν σταματούν ποτέ.

Στην αρχαιότητα, ο Αύγουστος ήταν ο μήνας του Μεταγειτνιώνα, αφιερωμένος στον Απόλλωνα, θεό του φωτός. Οι αγρότες μάζευαν τους καρπούς της γης και έκαναν προσφορές στη Δήμητρα για την ευφορία της σοδειάς. Αιώνες μετά, οι Ρωμαίοι τον ονόμασαν Augustus, για να τιμήσουν τον αυτοκράτορα που ήθελε τον μήνα συνώνυμο της δύναμης και της λάμψης του.

Στα βυζαντινά χρόνια, ο Αύγουστος γέμισε με λιτανείες και προσευχές. Η Παναγία έγινε η μεγάλη μητέρα του καλοκαιριού, και ο Δεκαπενταύγουστος το «Πάσχα του καλοκαιριού». Σήμερα, τα χωριά γεμίζουν ξανά με ήχους λαϊκών ορχηστρών, πανηγύρια που μοιάζουν βγαλμένα από άλλη εποχή, και ανθρώπους που επιστρέφουν στις ρίζες τους, έστω και για λίγες μέρες.

Στη λαϊκή παράδοση, ο Αύγουστος είναι Αλωνιστής και Συκολόγος, μήνας που μυρίζει σύκο, σταφύλι και ντομάτα από τον κήπο. Είναι ο μήνας των μερομηνιών, όταν οι παλιοί σηκώνουν τα μάτια στον ουρανό για να «διαβάσουν» τον χειμώνα που έρχεται.

Και κάπως έτσι, ο Αύγουστος γίνεται πάντα ίδιος και πάντα διαφορετικός:
Ένας μήνας που μας γυρίζει πίσω στα παιδικά καλοκαίρια, τότε που η μέρα δεν τελείωνε ποτέ, και μπροστά σε όσα ονειρευόμαστε ακόμα, κάτω από την πιο μεγάλη πανσέληνο του χρόνου.