Η φορολογική επιβάρυνση στη μισθωτή εργασία στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, την ώρα που οι πραγματικοί μισθοί κινούνται χαμηλά και η ακρίβεια ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
Ειδικότερα, η αποκαλούμενη «φορολογική σφήνα» – δηλαδή το σύνολο των φόρων και εισφορών που επιβαρύνουν εργοδότες και εργαζόμενους – φτάνει στο 39,3% για έναν άτεκνο εργαζόμενο με μέσο μισθό στην Ελλάδα. Πρόκειται για ποσοστό υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (34,9%) και κοντά σε χώρες όπως η Πορτογαλία (39,4%) και η Σλοβενία (44,6%).
Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 ευρώ κόστους μισθοδοσίας, ο εργαζόμενος λαμβάνει μόλις 60,7 ευρώ καθαρά. Αντίστοιχα, για έναν εργαζόμενο με 1.000 ευρώ μικτά, τα καθαρά εισοδήματα διαμορφώνονται στα 742 ευρώ, καθώς το 25,8% αποδίδεται σε φόρους και εισφορές (έναντι 25% του μέσου όρου στον ΟΟΣΑ).
Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης το 2024 κατά 0,54 ποσοστιαίες μονάδες δεν προήλθε από αλλαγές στη φορολογία, αλλά από την άνοδο των ονομαστικών μισθών που δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Έτσι, ενώ ο πραγματικός μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 1,7%, ο μέσος φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε κατά 2,6%, περιορίζοντας τελικά το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα.
Ακόμα πιο επιβαρυμένες εμφανίζονται οι οικογένειες με παιδιά. Για οικογένειες με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο, η φορολογική σφήνα φτάνει το 37,3% έναντι 25,7% στον ΟΟΣΑ, ενώ σε περιπτώσεις με δύο εργαζόμενους γονείς η επιβάρυνση στην Ελλάδα φτάνει το 37,5%, σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο 29,5% των χωρών του Οργανισμού.
Η Alpha Bank, σχολιάζοντας τα παραπάνω στο τελευταίο της Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, υπογραμμίζει την ανάγκη μείωσης του φορολογικού βάρους στη μισθωτή εργασία, με αξιοποίηση του όποιου δημοσιονομικού χώρου, προκειμένου να τονωθούν τα κίνητρα εργασίας και να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση αναμένεται να ανακοινώσει αλλαγές στη φορολογική κλίμακα στη ΔΕΘ το φθινόπωρο, με στόχο την εφαρμογή τους το 2026.