Τα πανηγύρια έπαιζαν πάντοτε έναν σημαντικό ρόλο όχι μόνο στη θρησκευτική αλλά και στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων. Συνήθως λάμβαναν χώρα σ’ εκείνες τις χρονικές περιόδους του έτους, που οι άνθρωποι δεν ήταν απασχολημένοι με τις αγροτικές τους εργασίες ώστε να έχουν την ευχέρεια να μετακινηθούν και να αφιερώσουν χρόνο.

Ήταν στα πανηγύρια που θα έβλεπαν τους γνωστούς και τους φίλους που ζούσαν έξω από το χωριό, που θα διαπραγματεύονταν συμφωνίες, που θα πουλούσαν και θα αγόραζαν, που θα προξένευαν τα παιδιά τους και φυσικά που θα διασκέδαζαν μέσα από το χορό και το τραγούδι.

Για τους ανθρώπους των παλαιότερων χρόνων είχε και χρονολογική σημασία. Μετρούσαν τα γεγονότα της ζωής τους με τα πανηγύρια. Για παράδειγμα παιδί ενός πανηγυριού ήταν το παιδί ενός έτους.

Η εκκλησία του Αγίου Μάμαντος, σύμφωνα με την παράδοση, κτίσθηκε από μοναχούς του μετοχίου (ο χώρος του Γεωργικού Σταθμού αποτελούσε Βατοπεδινό μετόχι). Η παράδοση λέει ότι οι μοναχοί που διέμεναν στο μετόχι έβλεπαν τις νύχτες ένα φως σαν καντήλι μέσα στη θάλασσα, έψαξαν και ανέσυραν τελικά από το βυθό την εικόνα του Αγίου Μάμαντος. Καθώς επέστρεφαν στο μετόχι τους, τα βόδια που έσερναν τον αραμπά με την εικόνα ακινητοποιήθηκαν καθώς ανέβαιναν το ύψωμα έξω από το μετόχι. Παρ’ όλες τις προσπάθειες έμειναν ακίνητα, οι μοναχοί θεώρησαν ότι ήταν θέλημα του Αγίου και έκτισαν εκεί ένα μικρό εκκλησάκι όπου τοποθέτησαν την εικόνα του. Η εκκλησία με το πέρασμα των χρόνων υπέστη κατεδαφίσεις και ανακαινίσεις.

Σχετικά με το πανηγύρι του Αγίου Μάμαντος δεν διαθέτουμε μαρτυρίες από τη βυζαντινή εποχή. Σίγουρα πάντως η ονομασία «Μπεζεστένι», της περιοχής που τελούνταν αρχικά και το σκεπαστό πέτρινο πηγάδι που ονομαζόταν «Μπεζεστένι», αποτελούν μια ισχυρή ένδειξη ότι εκεί πιθανότατα λειτουργούσε αγορά, σκεπαστή ή υπαίθρια, όπου διεξαγόταν εμπόριο, παζάρι.

Η περιοχή «Μπεζεστένι» ανήκε στο τσιφλίκι του Βέη, ο οποίος εισέπραττε και τα ενοίκια από το χώρο του πανηγυριού ως το 1923. Από το 1924 τα ενοίκια εισέπραττε η νεοσύστατη κοινότητα του Αγίου Μάμαντος, που μέχρι το 1926 υπαγόταν στην κοινότητα Πορταριάς.

Η επίσημε καθιέρωση του πανηγυριού θεσμοθετήθηκε από το κράτος το 1932 με το ΦΕΚ 5500/1932.

Η πρώτη γνωστή αναφορά στο πανηγύρι του Αγίου Μάμαντος προέρχεται από το Νικόλαο Χρυσανθίδη περί τα 1869/70, ο οποίος γράφει: «κατά δε την εορτήν του Αγίου μάρτυρος (Μάμαντος) συνερχομένων εκείσε και πλείστων όσων ξένων εκ των πέριξ χωρίων και αυτών εισέτι των γειτνιαζόντων πόλεων, εμπορίου χάριν».

Ο χρόνος και ο χώρος διεξαγωγής

Το πανηγύρι τελούνταν τη ημέρα την εορτασμού της μνήμης του Αγίου Μάμαντος στις 2 Σεπτεμβρίου, την επόμενη δηλαδή ημέρα της 1ης Σεπτεμβρίου που αποτελεί την αρχή της Ινδικτιώνος του βυζαντινού – εκκλησιαστικού έτους. Η Ινδικτιώνα είναι ένας δεκαπενταετής χρονικός κύκλος και η αρχή της κατά την 1η Σεπτεμβρίου αποτελεί την έναρξη του φορολογικού έτους όπου και γινόταν η είσπραξη των φόρων. Ξεκινούσε την 1η Σεπτεμβρίου, παραμονή της γιορτής του Αγίου, με εσπερινό και ακολουθούσε περιφορά της εικόνας του Αγίου και διαρκούσε άλλες 3 ημέρες. Στις μέρες μας άτυπα ξεκινά 2-3 μέρες νωρίτερα και τελειώνει μία περίπου μέρα αργότερα στις 5 του μηνός.

Μετά την αγορά του σημερινού χώρου διεξαγωγής της, το πανηγύρι άρχισε σταδιακά να μετακινείται από το «Μπεζεστένι». Αρχικά ήταν ζωοπανήγυρη και στη συνέχεια εξελίχτηκε σε εμποροπανήγυρη. Ο παλαιός χώρος στο «Μπεζεστένι» χρησιμοποιούνταν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960 για αγοραπωλησία ζωών.

Πολύ γλαφυρές περιγραφές του πανηγυριού σε παλαιότερες εποχές δίνουν οι Γεώργιος Μ. Πλατσάς και Στυλιανός Γ. Κυρίμης.

Ο Γ. Μ. Πλατσάς, αναφέρει λοιπόν ότι σε ένα συγκεκριμένο χώρο του πανηγυριού υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που περίμεναν για εργοδότες (αφεντικά) που θα τους έπαιρναν στη δούλεψή τους. Ήταν οι δούλοι, οι στιχτοί, όπως ονομάζονταν. Η αμοιβή και η διάρκεια μίσθωσης εξαρτιόταν από το είδος της δουλείας. Η πιο συνηθισμένη διάρκεια μίσθωσης ήταν η ετήσια, από Άγιο Μάμα (πανηγύρι) μέχρι το επόμενο.

Για τη γέννηση, τη ζωή και τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Μάμαντος έχει μιλήσει αναλυτικά στο Xalkidikipolitiki και τη Σουζάνα Καζάκα ο πατέρας Δωρόθεος της ενορίας του χωριού στη Χαλκιδική. Η ιστορία ενός παιδιού που έζησε τα θαύματα του Χριστού και μαρτύρησε για την πίστη του στα 15 του χρόνια.

Όπως εξήγησε ο π. Δωρόθεος, για την τοποθεσία που χτίστηκε ο Ιερός Ναός, στο χωριό Άγιος Μάμας, υπάρχουν μόνο προφορικές μαρτυρίες. Λέγεται, ότι στο μετόχι της Ι.Μ. Βατοπεδίου, οι μοναχοί έβλεπαν ένα φως μέσα στη θάλασσα κι όταν βούτηξαν να διαπιστώσουν περί τίνος πρόκειται, βρήκαν την εικόνα του Αγίου Μάμα. Έτσι. Την έβαλαν πάνω στον αραμπά και τη μετέφεραν στο χωριό. Τα ζώα όμως σταμάτησαν να κινούνται σε ένα σημείο, υποδεικνύοντας κατά κάποιο τρόπο, τον χώρο ανέγερσης του ναού. Οι πιστοί ακολούθησαν το σημάδι και έχτισαν αρχικά ένα ξωκκλήσι και στη συνέχεια τον μεγάλο ναό. Παράλληλα καθιερώθηκε και το όνομα της περιοχής.

Κατά παράδοση αναφέρεται επίσης ότι τη μέρα της πανήγυρης, στο τότε παρεκκλήσι, κατά τη λειτουργία, πέρασαν οι στρατιώτες καθοδόν στην Ποτίδαια που διαφύλατταν από τους Τούρκους, οι οποίοι όμως σφαγίασαν τους πάντες τελικά έξω μάλιστα από την εκκλησία. Έτσι από την επόμενη χρονιά τελούσαν μνημόσυνο οι συγγενείς τους, και ξεκίνησε σταδιακά η ζωοπανήγυρης, που με τον καιρό μετατράπηκε σε εμποροπανήγυρη. Το δε Βασιλικό Διάταγμα του 1932 ορίζει τις ημερομηνίες διεξαγωγής του πανηγυριού, από τις 29 Αυγούστου ως τις 4 Σεπτεμβρίου και για τον λόγο αυτό δεν επετεύχθη ποτέ χρονική επέκταση της διοργάνωσης.

Ο π. Δωρόθεος τόνισε ότι οι κάτοικοι του χωριού δείχνουν κάθε μέρα τον σεβασμό και την αγάπη τους προς τον Άγιό τους, ακόμη και οι νέοι που παρά τις ενθουσιώδεις κινήσεις και συμπεριφορές τους, δεν παραλείπουν να κάνουν μια στάση και τον σταυρό τους μπροστά από την εκκλησία. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν δύσκολα, όπως επισημαίνει ο π. Δωρόθεος, καθώς το χωριό και η εκκλησία ήταν έρημα λόγω πανδημίας. Φέτος και πάλι οι ημέρες που ήρθαν ζωντάνεψαν την περιοχή και έφεραν τους πιστούς στον Ιερό Ναό.