Του Χρήστου Καραστέργιου
Δημοσιεύθηκε στο 11ο τεύχος του Κυττάρου στο “Κάποτε στην Ιερισσό”
Εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», Φεβρουάριος του 1940
«Καταπληκτικόν φαινόμενον νεκροφανείας.
ΕΙΣ ΝΕΚΡΟΣ ΑΝΕΣΤΗΘΗ ΕΝΩ ΜΕΤΕΦΕΡΕΤΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΕΡΙΣΣΟΝ!
Καί διεμαρτύρετο διότι ἐπληρώθησαν ἀκριβά… πορθμεῖα
Ο ΑΣΘΕΝΗΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ «ΝΙΚΗΣ».
ΝΕΚΡΟΣ ΕΙΣ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ.-ΤΟ ΦΡΙΚΤΟΝ ΘΕΑΜΑ. –ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΘΑΜΕΝΟΝ «ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΕ ΠΑΤΕ»;..
Ἕνας νεκρός ἀνέζησε ἐνῷ μετεφέρετο ἀπό τήν πόλιν μας ὅπου ἐξεμέτρησε τό ζῆν εἰς τήν Ἱερισσόν ὅπου διαμένουν οἱ οἰκεῖοι του διά νά παραδοθῇ εἰς αὐτούς πρός ταφήν. Τό γεγονός, τουτέστιν ἡ νεκροφάνεια αὕτη τοῦ νέου Λαζάρου τῆς Ἱερισσοῦ ἔγινε παρά τό 80ον χιλιόμετρον καί ἔξωθι τῆς Ἀρναίας, τό δέ ἄγγελμα τό διελάλησαν ἀνά τήν εὔανδρον Χαλκιδικήν καί τό ἔφεραν καί εἰς τήν πόλιν μας οἱ σωφέρ οἱ ἐκτελοῦντες τήν συγκοινωνίαν τῶν λεωφορειακῶν ἀρτηριῶν τῆς Χαλκιδικῆς.
Ὁ γέρων μέ τό βρογχικό
Τό καταπληκτικόν φαινόμενον τῆς νεκροφανείας, τό τούτῳ καταπληκτικώτερον καθ’ ὅσον σπανίως συμβαίνουν τοιαῦτα φαινόμενα, ἐξετυλίχθη ὑπό τάς ἀκολούθους συνθήκας:
Τήν 12ην τρέχοντος ἡμέραν Δευτέραν ἀφίχθη εἰς τήν πόλιν μας συνοδευόμενος ὑπό τοῦ δεκαεπταετοῦς υἱοῦ του ὁ Ἀπόστολος Μανωλούδης ἤ Χαλκιᾶς ἐτῶν 55 κάτοικος Ἱερισσού καί ἐγκατεστάθη εἰς τό ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἐγνατίας καί ἔναντι τῶν παλαιῶν γραφείων τῆς «Μακεδονίας» γνωστόν ξενοδοχείον «Νίκη» . Σκοπός τῆς ἀφίξεως τοῦ γερο-Μανωλούδη ἦτο ὅπως εἰσαχθῇ εἰς τό δημοτικόν ἤ τό κεντρικόν νοσοκομεῖον πρός νοσηλείαν ὡς πάσχων ἀπό βρογχικά, συνεπείᾳ τῶν ὁποίων ὑπέφερε, πολύ συχνά δέ προσεβάλετο ἀπό κρίσεις δυσπνοίας εἶχε δέ καί συχνάς λιποθυμίας. Εἰς τό ξενοδοχεῖον ὁ Μανωλούδης δέν ἔμενε κατάκοιτος. Ἀπεναντίας ἐξήρχετο δίς καί τρίς τῆς ἡμέρας, ἄλλοτε μόνος καί ἄλλοτε συνοδευόμενος ἀπό τόν υἱόν του διά νά φροντίσῃ ὅπως εἰσαχθῇ εἰς τό νοσοκομεῖον.
Πέθανε ὁ πατέρας μου
Προχθές τήν Τετάρτην ὁ Μανωλούδης μέ τόν υἱόν του ἐξῆλθον, ὅπως δειπνήσουν, περί τήν 6ην δέ ἑσπερινήν ὁ γέρων ἐπανῆλθεν εἰς τό ξενοδοχεῖον μόνος του. Ἐκάθησεν εἰς τό σαλόνι κοντά εἰς τήν θερμάστραν καί ἔγραψε μίαν-δύο ἐπιστολάς, ἔπειτα δέ ἐκαληνύκτισε τόν ὑπάλληλον, πού ἦτο τῆς ὑπηρεσίας, κ. Θεοχάρην Καρκαφίδην καί ἀνέβηκε εἰς τό δωμάτιον του διά νά κατακλιθῂ.
Ἀργότερα ἦλθε καί ὁ υἱός του, εὗρε δέ τόν πατέρα του ἐν ἐγρηγόρσει καί συνωμίλησε μαζί του ἐπ’ ἀρκετήν ὥραν. Περί τήν 11,30 νυκτερινήν ὁ υἱός Μανωλούδης κατέβηκεν εἰς τό σαλόνι καί συνομίλησεν ὀλίγον μέ τόν κ. Καρκαφίδην, μεθ’ ὅ ἐπέστρεψε πάλιν πλησίον τοῦ πατρός του. Δέν ἐπέρασε ὅμως ἕν λεπτόν καί ἠκούσθη θόρυβος εἰς τήν κλίμακα. Ὁ υἱός Μανωλούδης κατέβαινε τάς βαθμίδας της τρεῖς-τρεῖς, ὅταν δέ ἔφθασεν εἰς τό σαλόνι, μέ τούς ὀφθαλμούς διεσταλμένους καί τόν τρόμον ζωγραφισμένον εἰς τό πρόσωπόν του, εἶπε πρός τόν κ. Καρκαφίδην:
-Ὁ πατέρας μου πέθανε. Τρέξε…
Ὁ διανυκτερεύων ὑπάλληλος τοῦ ξενοδοχείου καθώς καί ὁ διατηρῶν τόν μπουφέν Ἀθανάσιος Παυλίδης ἔσπευσαν νά τόν ἀκολουθήσουν, ὅταν δέ ἔφθαναν εἰς τό δωμάτιόν του εὗρον τόν γέρο-Μανωλούδην εἰς κακήν κατάστασιν. Οἱ ὀφθαλμοί του ἦσαν ἀνοικτοί ἀλλ’ ἀπλανεῖς καί εἶχε τελείως ἀπωλέσει τάς αἰσθήσεις του, ἀπό τό στόμα του δέ ἐξήρχετο ἕνας ἀγωνιώδης ρόγχος, προφανῶς ὁ ἐπιθανάτιος.
Ἔτσι τουλάχιστον, ἐνόμισαν οἱ παρεστῶτες. Τόν ἄφησαν λοιπόν νά παραδώσῃ ἐν εἰρήνη τήν τελευταίαν του πνοήν καί οἱ μέν Καρκαφίδης καί Παυλίδης ἐπανῆλθον εἰς τήν ἐργασίαν των, ὁ δέ υἱός τοῦ ψυχορραγοῦντος κλαίων κατῆλθεν εἰς τό σαλόνι καί ἐξῆλθε τοῦ ξενοδοχείου.
Ἀλλ’ ἐνῶ μετεφέρετο…
Δέκα λεπτά ἀργότερον ἔξωθι τοῦ ξενοδοχείου «Νίκη» ἐστάθμευε τό ὑπ’ ἀριθ. 26825
λεωφορεῖον αὐτοκίνητον, τό ἐκτελοῦν τήν τακτικήν συγκοινωνίαν Θεσσαλονίκης- Ἱερισσοῦ, κατῆλθον δέ ἐξ αὐτοῦ ὁ ὁδηγός του Γεώργιος Προφέτης μέ τόν βοηθόν του καί ὁ υἱός τοῦ ψυχορραγοῦντος.
Οὗτοι ἀνῆλθον εἰς τό δωμάτιον ὅπου κατέκοιτο ὁ γέρων Μανωλούδης τόν ἐτύλιξαν μέ βελέντζες καί βοηθούμενοι καί ἀπό τόν μπουφετζῆν κ. Παυλίδην καί τόν κ. Χρῆστον Χονδρόν ἔνοικον τοῦ ξενοδοχείου τόν μετέφεραν καί τόν ἀπέθεσαν εἰς ἕνα ἐκ τῶν πάγκων τοῦ λεωφορείου ὅπου καί τόν ἔδεσαν, διά νά μή κατρακυλήσῃ εἰς τό δάπεδον:
Καθ’ ὅλον αὐτό τό διάστημα, μᾶς εἶπαν τόσον ὁ ὑπάλληλος τοῦ ξενοδοχείου κ. Καρκαφίδης ὅσον καί οἱ κ. κ. Παυλίδης καί Χονδρός, ὁ γέρων Μανωλούδης ἐξηκολούθη νά εὑρίσκεται εἰς κομματώδη κατάστασιν καί νά δίδῃ τήν ἐντύπωσιν ἀνθρώπου ἐξοφλοῦντος τούς τελευταίους λογαριασμούς μέ τά ἐγκόσμια. Ὁ ρόγχος του τώρα ἦτο ἀσθενής, ἀνεπαίσθητος καί ἔσβυνε ὁλονέν.
Σάν διήγημα τοῦ Πόε
Ὁ σωφέρ κ. Γ. Προφέτης ἔβαλε μπρός ἔχων δίπλα του τόν βοηθόν του καί τόν Μανωλούδην υἱόν καί τό λεωφορεῖον μέ μόνον ἐπιβάτην τόν μεταξύ ζωῆς καί θανάτου αἰωρούμενον γέρο- Μανωλούδην ἀκίνητον καί ἀναίσθητον μέσα εἰς τίς βελέντζες του ἐξεκίνησε διά τήν Ἱερισσόν. Ἡ μηχανή εἶχε καταβροχθίσει τά ὀγδόντα χιλιόμετρα τῆς διαδρομῆς καί τό λεωφορεῖον ἐπλησίαζε εἰς τούς ὡραίους καστανεώνας τῆς Ἀρναίας, ὅταν συνέβη ἡ ἑξῆς σκηνή ἐνθυμίζουσα σελίδα ἀπό κανέν ἐκ τῶν διηγημάτων τρόμου τοῦ Ἔντγαρ Πόε.
Ὁ σωφέρ εἶχε ἀνοικτήν τήν πλαφονιέραν καί χάρις εἰς τό φῶς πού ἔπιπτεν εἰς τόν καθρέπτην, κάποιαν στιγμήν πού ἔστρεψε τό βλέμμα του πρός τά ἐκεῖ, διέκρινε μέσα εἰς τόν καθρέπτην θέαμα μακάβριον. Ὁ νεκρός τόν ὁποῖον εἶχε κουκουλώσει μέ τά χέρια του καί εἶχε δέσει εἰς τόν πάγκον τοῦ λεωφορείου εἶχε ζωντανέψει, εἶχε σηκωθεί καί ἐκάθητο μέ τό ἕνα πόδι ἐπάνω εἰς τό ἄλλο. Ρίγη φρίκης διέδραμον τήν σπονδυλικήν στήλην τοῦ ἀτυχοῦς Προφέτη καί ἐνῷ τά χέρια του παράλυτα ἀπό τόν τρόμον ἄφηναν τό βολάν, τά χείλη του μόλις κατώρθωναν νά ψιθυρίσουν:
-Ζωντάνεψε ὁ πεθαμένος…
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ βοηθός του τόν εἶδε πού ἄφησε τό βολάν καί νομίσας ὅτι ἀπεκοιμήθη, ἥρπασε αὐτός τό βολάν ἐνῷ συγχρόνως τόν σκουντοῦσε λέγων:
-Ξύπνα. Τί διάβολο κοιμήθηκες.
-Δέν κοιμήθηκα ἀλλά κύτταξε…
Καί ὁ σωφέρ ἔδειξε διά νεύματος εἰς τόν βοηθόν του (τον Χρήστο Ματζώνα) τόν καθρέπτην. Φόβος καί τρόμος κατέλαβε καί τόν βοηθόν, ὅταν ἐκύτταξε εἰς τόν καθρέπτην καί διέκρινε τόν πεθαμμένον νά κάθεται σταυροπόδι μέσα εἰς τό αὐτοκίνητον. Ἐν τῷ μεταξύ καί ὁ υἱός ἀντελήφθη τά διατρέχοντα καί ἐσυμμαζεύθηκε καί αὐτός ἔντρομος εἰς τήν γωνίαν του. Ἀπό τήν κατάστασιν αὐτήν τοῦ τρόμου, τῆς ἀγωνίας καί τῆς καταπλήξεως ἔβγαλε καί τούς τρεῖς των ὁ ἴδιος ὁ νεκρός. Κάποιαν στιγμήν πλησιάσας πρός τόν σωφέρ τοῦ χτύπησε τό τζάμι καί τοῦ φώναξε.
-Ἔ φίλε, γιά ποῦ πᾶμε;
-Γιά τήν Ἱερισσό…
-Καί γιατί;
-Χρυσέ μου, ἔτσι μου εἴπανε…
Ὁ διάλογος αὐτός μεταξύ σωφέρ καί πεθαμένου διήρκεσεν ἐπ ἀρκετόν, τοῦ τελευταίου ἀρνουμένου νά μεταβῆ εἰς Ἱερισσόν καί ἐπιμένοντος νά τόν ξαναγυρίσουν ἐκεῖ πού ἦτο.
Τέλος ἐπείσθη νά τόν μεταφέρουν εἰς Ἱερισσόν, ἀλλ’ ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ νέα λογομαχία ἄνοιξε μεταξύ σωφέρ καί νεκραναστάντος Λαζάρου.
Ὅταν ὁ τελευταῖος ἔμαθεν ὅτι ἐπληρώθησαν ἀπό τόν υἱόν του 1400 δραχμαί καί ἐπρεπεν ὁ ἴδιος νά δώσει ἄλλας δραχμᾶς χιλίας διότι ὁ υἱός τοῦ εἶχε συμφωνήσει νά πληρώσει διά τήν μεταφοράν δραχμάς 2400 διέρρηξε τά σάβανά του.. μή ἐννοῶν νά πληρώσῃ τόσον ἀκριβά πορθμεῖα…
-Δέν πληρώνω, ἔλεγε, παρά ἕνα εἰσιτήριο δικό μου καί μισό γιά τό παιδί…
Ἔτσι ὁ γέρο-Μανωλούδης ἀντί νά ἐγκλεισθῆ εἰς τό φέρετρον, εἶναι ἐνδεχόμενον νά καθήσῃ εἰς τό ἐδώλιον τοῦ πταισματοδικείου καί ἀντί ψαλμωδιῶν νά ἀκούσῃ τόν κώδωνα τοῦ δικαστηρίου καί τόν κ. πρόεδρον νά τοῦ λέγῃ:
-Κατηγορούμενε ἐγέρθητι..
Ἐν τῷ μεταξύ ὁλόκληρος ἡ Χαλκιδική σταυροκοπεῖται καί συζητεῖ διά τήν νεκρανάστασίν του. Μερικοί μάλιστα λέγουν:
-Ὁ ἀέρας τοῦ Χολομῶντα τόν ἀνάστησε…
ΓΙΑΝ. ΤΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ»
Το άρθρο αυτό αναφέρεται στον Δημήτριο Μανωλούδα του Δημητρίου και όχι στον γιο του Απόστολο όπως αναφέρει εσφαλμένα ο αρθρογράφος Γιάννης Ταχογιάννης.
Ο Δημήτριος Μανωλούδας ή Δημητράκης όπως τον φώναζαν οι φίλοι του, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην Ιερισσό. Θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους μηχανικούς της εποχής και το επάγγελμά του το συνέχισε επάξια ο γιος του Μανώλης Μανωλούδας όπως και σήμερα ο εγγονός του Δημήτριος που διατηρεί το γνωστό ομώνυμο μηχανουργείο. Γεννήθηκε το 1893 και απεβίωσε με την πάροδο 4 μηνών από το ειρημένο γεγονός σε ηλικία 47 ετών. Άφησε πίσω του 6 παιδιά με μεγαλύτερο τον Απόστολο ο οποίος 17 χρονών τον συνόδευσε στη Θεσσαλονίκη, την Μαρία (Μαρίκα), τον Κωνσταντίνο, τον Εμμανουήλ, την Βασιλική και την Κατερίνα (Ρίνα). Επί σειρά ετών διατέλεσε κοινοτικός σύμβουλος στην Ιερισσό. Μετά τον σεισμό του 1932 πρόσφερε πολλά στη κατασκευή του νέου χωριού βοηθώντας με τις γνώσεις του τους πολιτικούς μηχανικούς που ανέλαβαν το έργο. Η εκδοχή της οικογένειάς του για την νεκροφάνεια, που αναφέρει και η εφημερίδα της εποχής «Νέα Αλήθεια», είναι ότι αυτή προήλθε από ένα μαγκάλι με κάρβουνα που τοποθέτησαν το βράδυ για να ζεσταθούν. Η ίδια εφημερίδα μας δίνει την πληροφορία στο άρθρο με τον τίτλο «Ο ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣ ΥΓΙΑΙΝΕΙ ΕΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΠΟΡΘΜΕΙΑ» ότι παρ’όλη την αρχική διαμάχη για τα ναύλα με τον οδηγό του λεωφορείου, στη συνέχεια πλήρωσε όλο το προσυμφωνημένο με τον γιο του ποσό.
Η νεκροφάνεια του συγχωριανού μας, η “τρομάρα” του γερό Προφέτη και του Ιερισσιώτη συνοδηγού του Χρήστου Ματζώνα έμειναν για πολλά χρόνια ανεξίτηλα στη μνήμη των χωρατατζήδων μας Ιερισσιωτών.