έργο του γλύπτη Βασίλη Παυλή.

Καλοκαίρι στην Άφυτο…
Τα σοκάκια μοσχοβολούσαν βασιλικό κι αρμύρα, κι η πλατεία γέμιζε φωνές παιδιών που έτρεχαν μέχρι να πέσει το βράδυ. Στην άκρη του χωριού στο δρόμο προς τη θάλασσα, ήταν πάντα το ίδιο σημείο συνάντησης: η βρύση του Μπαμπακιλέτ.

Εκεί καθόμασταν, μια παρέα ξέγνοιαστη, με τα τζιτζίκια να τραγουδούν ακόμη κι η θάλασσα να αχνίζει μακριά. Κι όταν η δροσιά κατέβαινε, πάντα κάποιος ξεκινούσε την ιστορία  την ίδια ιστορία που έλεγαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας.

“Ξέρετε γιατί το νερό εδώ είναι τόσο κρύο;” ρώτησε ο γηραιότερος της παρέας. -Γιατί σταγόνα-σταγόνα κρατάει μέσα της τον θρύλο του βασιλιά Αγησίπολι…

Κι άρχισε να διηγείται: πως κάποτε, αιώνες πριν, ο βασιλιάς της Σπάρτης αρρώστησε βαριά και ζήτησε να τον φέρουν εδώ, στα δροσερά νερά της Αφύτου. Μα ούτε το νερό ούτε οι θεοί δεν τον γλίτωσαν κι έτσι πέθανε στη σκιά αυτής της πηγής. Οι στρατιώτες, για να τον τιμήσουν, έθαψαν τη χρυσή του πανοπλία κάτω από τη βρύση.

Όμως η γη δεν άφησε τον θησαυρό αφύλαχτο. Ένα φίδι με κέρατα ξεπρόβαλε στοιχειό της πηγής, φρουρός της αιωνιότητας. Κι από τότε, λένε, πως αν καμιά γυναίκα σταθεί εδώ τη στιγμή που το φίδι εμφανίζεται και ανοίξει την ποδιά της, εκείνο θα τη γεμίσει χρυσάφι.

Σιωπή απλώθηκε μόνο το γουργούρισμα του νερού ακουγόταν. Τα παιδιά κοιτούσαν με μάτια ορθάνοιχτα, κι εμείς οι μεγαλύτεροι χαμογελούσαμε ξέραμε πως κανείς δεν είχε δει ποτέ το στοιχειό, μα ο θρύλος ήταν πιο αληθινός από κάθε μαρτυρία.

Η νύχτα προχώρησε, τα αστέρια άναψαν πάνω απ’ το χωριό και η ιστορία έμεινε να πλανιέται στον αέρα, σαν δροσερή ανάσα καλοκαιριού.

Γιατί στην Άφυτο, ο μύθος δεν είναι παρελθόν είναι κομμάτι του καλοκαιρινού μας παρόντος.