…που οι θεοί περπατούσαν ακόμα ανάμεσα στους ανθρώπους και τα νερά μιλούσαν με τις πέτρες, ο κόσμος ήταν γεμάτος ανήμερα βουνά και απέραντες θάλασσες. Εκεί, ανάμεσα στο Αιγαίο και τη Μακεδονία, υπήρχε ένας τόπος ακόμη αδιαμόρφωτος, σαν λευκός καμβάς που περίμενε το χρώμα του ζωγράφου.

Οι παλιοί λένε πως εκεί κατοικούσαν οι Γίγαντες, παιδιά της Γης, δυνατά όσο και ο άνεμος του χειμώνα. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν τρεις αδελφοί: ο Κάσσανδρος, ο Σιθων και ο Αριστοτέλης (όχι ο φιλόσοφος, αλλά ο ήρωας που είχε πάρει το όνομα από σοφό προπάτορά του). Οι τρεις αυτοί γίγαντες αγαπούσαν τον τόπο τους, αλλά δεν έπαυαν να τσακώνονται για το ποιος θα ορίσει τα νερά και τις γαίες.

Μια μέρα, στον ουρανό φάνηκε ο Δίας, θυμωμένος από τον θόρυβο και την έπαρσή τους.
«Αν θέλετε να έχετε βασίλειο, θα το κερδίσετε με το χέρι σας», είπε.
Και μ’ ένα χτύπημα του κεραυνού του, χώρισε τη γη σε τρεις μεγάλες λωρίδες που έμπαιναν βαθιά στο πέλαγος.

Η πρώτη πήρε το όνομα του Κάσσανδρου, γεμάτη χρυσές αμμουδιές και πεύκα που φιλούν τη θάλασσα.
Η δεύτερη, του Σίθωνα, σμιλεμένη με κρυφούς όρμους και ήσυχα νερά, για ψαράδες και ταξιδευτές.
Η τρίτη, του Αριστοτέλη, άγρια και περήφανη, με βουνά που κατεβαίνουν ως το κύμα και μυστικά κρυμμένα στις σκιές τους.

Για να δέσει το έργο του, ο Δίας έστειλε την Αφροδίτη να ραντίσει τις ακτές με ομορφιά, τον Απόλλωνα να γεμίσει τον τόπο φως και τραγούδι, και τον Ποσειδώνα να χαρίσει καθαρά, διάφανα νερά που να καθρεφτίζουν τον ουρανό.

Κι έτσι η γη αυτή έγινε η Χαλκιδική τρεις χερσόνησοι σαν τρία αδερφικά χέρια που απλώνονται μέσα στο Αιγαίο, καλώντας τους ταξιδευτές να γνωρίσουν τη μαγεία τους.

Από τότε, όποιος την αντικρίζει για πρώτη φορά λέει το ίδιο:
«Σαν τη Χαλκιδική… δεν έχει.»