Ως επιχειρηματίας και Τομεάρχης Περιβάλλοντος της Νέας Δημοκρατίας, παρακολουθώ με ιδιαίτερη προσοχή τη νέα απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αλλάζει ριζικά τα δεδομένα της παρόδιας εκτός σχεδίου δόμησης και επιφέρει σοβαρές συνέπειες για τους πολίτες, τους επενδυτές αλλά και τις ίδιες τις Υπηρεσίες Δόμησης (ΥΔΟΜ) σε όλη τη χώρα.
Η απόφαση αυτή:
Κλείνει οριστικά το «παράθυρο» στις πολεοδομικές ερμηνείες που επέτρεπαν τη δημιουργία γηπέδων πριν το 2003 και το 1985, πάνω στις οποίες στηρίζονταν πολλές άδειες οικοδόμησης.
Αφαιρεί την υποχρέωση των πολιτών να κινηθούν μέσα στην προθεσμία των 60 ημερών από την έκδοση άδειας για να προσφύγουν, ανοίγοντας το δρόμο σε νέες δικαστικές διεκδικήσεις.
Θέτει εκτός οικοδομησιμότητας γήπεδα που βρίσκονται σε διανοιγμένους δρόμους από ιδιωτική βούληση ή με δουλείες διόδου.
Αναδεικνύει ταυτόχρονα το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στη θάλασσα και την ανάγκη αυστηρότερης προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος.
Προσωπικά θεωρώ ότι η απόφαση αυτή αποτελεί καμπανάκι για το πώς αντιμετωπίζουμε το θέμα της εκτός σχεδίου δόμησης στη χώρα μας. Από τη μία πλευρά, θέτει σαφή όρια σε πρακτικές που ευνοούσαν την άναρχη δόμηση, επιβαρύνοντας το περιβάλλον και υποβαθμίζοντας τις παραθαλάσσιες ζώνες. Από την άλλη όμως, δημιουργεί τεράστια αβεβαιότητα σε χιλιάδες ιδιοκτήτες και επενδυτές, που βλέπουν τις περιουσίες τους να «παγώνουν» και τις προοπτικές αξιοποίησης να κλείνουν απότομα.
Ως Τομεάρχης Περιβάλλοντος, πιστεύω ότι η Πολιτεία οφείλει άμεσα να δώσει ξεκάθαρες κατευθύνσεις και να προχωρήσει σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, που θα εξισορροπεί:
την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος,με την ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες και τους επιχειρηματίες.
Δεν μπορεί να αφήνεται χώρος σε πολεοδομικές αβεβαιότητες που δημιουργούν αστάθεια και δικαστικές περιπέτειες χωρίς τέλος. Χρειάζονται σαφείς κανόνες, ίσοι για όλους, που θα εξασφαλίζουν και το περιβάλλον και την ιδιοκτησία.
Η Ελλάδα χρειάζεται επιτέλους ένα ολοκληρωμένο χωροταξικό σχέδιο που θα σέβεται τη φύση, θα αναβαθμίζει το τουριστικό μας προϊόν, αλλά ταυτόχρονα θα προστατεύει την επένδυση και την ιδιοκτησία των πολιτών.