Σε μια εποχή φόβου, σιωπής και αβεβαιότητας, όταν ακόμα και οι πιο πιστοί μαθητές είχαν αποσυρθεί, εκείνες στάθηκαν παρούσες. Οι Μυροφόρες γυναίκες —η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβου, η Σαλώμη, η Ιωάννα και άλλες— ξεκίνησαν νωρίς το πρωί της Κυριακής, κρατώντας στα χέρια τους αρωματικά μύρα για να τιμήσουν το σώμα του Χριστού. Δεν περίμεναν Ανάσταση. Περίμεναν μόνο να προσφέρουν αγάπη, μέχρι το τέλος.
Και όμως, έγιναν οι πρώτες μάρτυρες του θαύματος. Εκείνες άκουσαν πρώτες το μήνυμα του Αγγέλου: «Ουκ έστιν ώδε· ηγέρθη!». Εκείνες, οι γυναίκες της πίστης, μετέφεραν το φως της Ανάστασης στον κόσμο, πριν ακόμα φτάσει στους μαθητές.
Η Εκκλησία τις τιμά την Κυριακή των Μυροφόρων, τη δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα, υπενθυμίζοντάς μας ότι η αληθινή αγάπη δεν φοβάται, δεν αποσύρεται, αλλά μένει μέχρι τέλους – και πέρα από αυτόν.
Σήμερα, ο όρος «Μυροφόρες» χρησιμοποιείται συμβολικά και τελετουργικά, κυρίως μέσα στην Εκκλησία, για να τιμήσει και να θυμίσει τις γυναίκες που πρώτες αντίκρισαν τον Αναστημένο Χριστό. Έτσι σήμερα με τον όρο Μυροφόρες εννοούμε τα μικρά κορίτσια (συνήθως από 5 έως 12 ετών) που συμμετέχουν σε εκκλησιαστικές τελετές κατά την Μεγάλη Εβδομάδα ή την Κυριακή των Μυροφόρων. Φορούν λευκά φορέματα (σύμβολο καθαρότητας), κρατούν καλαθάκια με λουλούδια, ακολουθούν τον Επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή ή στέκονται γύρω του, συμμετέχουν τιμητικά στην περιφορά και στη λειτουργία.
Οι μυροφόρες συμβολίζουν την αφοσίωση και αγάπη προς τον Χριστό, ακόμη και σε στιγμές πόνου και απελπισίας, την πίστη χωρίς όρους, ακόμη και όταν όλα μοιάζουν χαμένα, τη γυναικεία παρουσία στον πυρήνα της πίστης, όχι απλώς ως υποστηρικτική, αλλά ως πρωτοπόρα.