Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς; Την ελληνική εφευρετικότητα; Την ακατάπαυστη “δημιουργικότητα” των επιτήδειων; Ή το πόσο γρήγορα μια χώρα που χρωστάει τα φώτα της (κυριολεκτικά και μεταφορικά) καταφέρνει να στρογγυλοκάθεται ξανά στο σατιρικό τραπέζι των Ευρωπαίων; Το νέο μας κατόρθωμα λέγεται σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, και όποιος δεν το παρακολούθησε, ας κάνει μια βόλτα στα πηγαδάκια των Βρυξελλών. Θα μας βρει πρωτοσέλιδο, με υπότιτλο: “Οι αθεόφοβοι του Νότου συνεχίζουν να… καινοτομούν!”
Αντί να απολογηθούμε, λοιπόν, και να πούμε καμιά κουβέντα συγγνώμης, όχι στους Ευρωπαίους ,αλλά στους δικούς μας παραγωγούς που βλέπουν τα χωράφια τους να ξεραίνονται και τα κοπάδια τους να λιγοστεύουν ,τι κάνουμε; Παίζουμε το γνωστό θεατρικό: “Μας ζηλεύουν. Μας πολεμούν. Είναι πόλεμος κατά της Ελλάδας!” Ναι, μάλιστα.
Οι Ολλανδοί, οι Γερμανοί, οι Δανοί, σηκώθηκαν ένα πρωί και είπαν: “Πάμε να σαμποτάρουμε την Ελλάδα γιατί… έχει πολλές ελιές και φέτα.”
Μα πείτε μου, πού τελειώνει η πλάκα και πού αρχίζει το εθνικό κουκούλωμα;
Σε μια χώρα με περιφέρειες εγκαταλελειμμένες και αγρότες που φυτοζωούν, κάποιοι λίγοι, μα πάντα οι ίδιοι ,έκαναν την ευρωπαϊκή επιδότηση προσωπικό κουμπαρά. Χαρτζιλίκι για το πολιτικό τους σόι. Ξέρετε, αυτόν τον σφιχτό πυρήνα του κομματικού στρατού, που ό,τι και να γίνει μένει ακλόνητος, σαν τη δρυ στον άνεμο. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, τα πρόσωπα εναλλάσσονται, μα οι γνωστοί,άγνωστοι μένουν σταθεροί. Αναλώσιμος ο αγρότης, αιώνιος ο βολεμένος.
Τώρα λοιπόν, αφού έγιναν όλα αυτά, τι είπαν οι αρμόδιοι; Να κλείσουμε τον ΟΠΕΚΕΠΕ και να πάμε παρακάτω. Σαν να φταίει το κτίριο και όχι αυτοί που το είχαν μετατρέψει σε γραφείο ρουσφετιού και μαγικών επιδοτήσεων.
Όχι, δεν φταίνε οι ελεγκτικοί μηχανισμοί που απουσίαζαν. Δεν φταίνε οι διοικήσεις που έκαναν τα στραβά μάτια. Δεν φταίει το ότι ο έλεγχος του αγροτικού χάρτη της χώρας έχει γίνει “οικόπεδο” ημετέρων. Φταίει… ο ΟΠΕΚΕΠΕ. Του κλείνουμε την πόρτα, του λέμε “άντε γεια” και συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα…
Κι όλα αυτά ενώ ο πραγματικός αγρότης, αυτός που ακόμα οργώνει, φυτεύει και παλεύει με τον καιρό, την ακρίβεια και την εγκατάλειψη, βλέπει να του στερείται το δικαίωμα στην επιβίωση. Στην ύπαιθρο που αργοπεθαίνει, στις σταβλικές εγκαταστάσεις που μένουν χωρίς ρεύμα, στα χωριά χωρίς κτηνίατρο και γεωπόνο.
Στην Ελλάδα του 2025, το μόνο που μοιάζει να φυτρώνει χωρίς άδεια είναι τα λαμόγια.
Και μέχρι να τα ξεριζώσουμε, αν τα ξεριζώσουμε ποτέ, θα συνεχίσουμε να δίνουμε παραστάσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Μόνο που δεν γελάμε πια. Ούτε εμείς, ούτε αυτοί.
Της Σουζάνας Καζάκα – Εκδότριας Xalkidiki Politiki