Εναν από τους μεγαλύτερους αριθμούς μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) ως ποσοστό του πληθυσμού της έχει η Ελλάδα, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά ταυτόχρονα η παραγωγικότητά τους είναι η χαμηλότερη στην Ε.Ε.

Το προβληματικό αυτό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας, που έχουν αναδείξει κατά καιρούς διάφορες μελέτες, μεταξύ των οποίων αυτή της Επιτροπής Πισσαρίδη, φωτίζεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank. Τα στοιχεία προέρχονται από την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις ΜμΕ.

Οπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Alpha Bank (επικεφαλής οικονομολόγος Παναγιώτης Καπόπουλος), η χαμηλή παραγωγικότητα είναι αποτέλεσμα του πολύ μικρού μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και του γεγονότος ότι δραστηριοποιούνται σε κλάδους με χαμηλή γνωσιακή και τεχνολογική ένταση. Επομένως, το ζητούμενο είναι η αύξηση του μεγέθους τους, η στροφή σε νέους κλάδους και η πραγματοποίηση επενδύσεων στον τομέα της τεχνολογίας. «Η αύξηση της παραγωγικότητας», αναφέρει η ανάλυση, «δύναται να προέλθει μέσω της αύξησης των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την τεχνολογική και ψηφιακή αναβάθμιση που επιταχύνθηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Για τον σκοπό αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι αφενός η αξιοποίηση αναπτυξιακών εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, και αφετέρου η βελτίωση της πρόσβασης των ελληνικών ΜμΕ σε κεφάλαια και χρηματοδότηση».

Η τράπεζα παρουσιάζει, μάλιστα, στοιχεία που δείχνουν πως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν απουσιάζουν από τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης: ήδη έχουν συμβασιοποιηθεί 265 δάνεια ΜμΕ συνολικού προϋπολογισμού 2,79 δισ. ευρώ, ενώ από το σκέλος των επιδοτήσεων έχουν πάρει 1,4 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι το 2024, μόλις το 52,4% των ελληνικών ΜμΕ παρουσίαζε τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, έναντι 72,9% κατά μέσον όρο στην Ε.Ε., κάτι που κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση.

Για κάθε 1.000 κατοίκους αντιστοιχούν στην Ελλάδα 79 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έναντι 58 κατά μέσον όρο στην Ευρώπη.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 99,9% του αριθμού των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, το 84,7% της απασχόλησης και το 62,8% της πραγματικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας. Σύμφωνα με στοιχεία του 2024, για κάθε 1.000 κατοίκους αντιστοιχούν στην Ελλάδα 79 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έναντι 58 κατά μέσον όρο στην Ευρώπη.

«Παρά τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών», αναφέρει το δελτίο της τράπεζας, «οι ΜμΕ έχουν ενισχυθεί τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και σε όρους απασχόλησης και παραγόμενου προϊόντος, ενώ εκτιμάται ότι η ανοδική πορεία διατηρείται εντός του 2025. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι οι θετικές επιδόσεις προέρχονται εξ ολοκλήρου από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή, από εκείνες που απασχολούν λιγότερο από 10 εργαζομένους».

Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ε.Ε., έχουν υψηλότερο μερίδιο έναντι της Ε.Ε. τόσο στην απασχόληση (47% έναντι 30%) όσο και στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (25% έναντι 20%).

Το γεγονός αυτό συνδέεται με τον μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολουμένων, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 27% του συνόλου, έναντι μόλις 14% στην Ε.Ε. Μάλιστα, η Ε.Ε. προβλέπει ότι ο αριθμός των πολύ μικρών επιχειρήσεων θα αυξηθεί σημαντικά, κατά 3,6% το 2025.

Σχετικά με την παραγωγικότητα, υπολογιζόμενη ως προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο, τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι η χαμηλότερη στην Ε.Ε. Οπως αναφέρει το δελτίο, το 2024 η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ήταν 20.100 ευρώ (με βάση τις ονομαστικές τιμές), πάνω από πέντε φορές χαμηλότερη έναντι της Ιρλανδίας, που βρίσκεται στην πρώτη θέση. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ε.Ε., η παραγωγικότητα στην Ελλάδα είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιχειρήσεων, με την παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων (14.300 ευρώ) να υπολείπεται του αντίστοιχου λόγου των μικρών (21.600 ευρώ) και μεσαίων επιχειρήσεων (37.000 ευρώ).

https://www.kathimerini.gr/