Ήτανε κάποτε, στα δροσερά και βαθυπράσινα δάση του Χολομώντα, που οι παλιοί έλεγαν πως ζούσαν νεράιδες, κοπέλες λυγερές και πανώριες, με μαλλιά σαν χρυσό μετάξι και φορέματα λευκά, καθάρια σαν το χιόνι του χειμώνα. Μονάχα τις νύχτες φανερώνονταν, σαν το φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό και το νερό των ρυακιών άρχιζε να λαμποκοπά, για να χορέψουν κύκλους και να τραγουδήσουν τραγούδια που μόνο το δάσος καταλάβαινε.

Μια καλοκαιρινή βραδιά, σε ξέφωτο που μύριζε θυμάρι και άγρια μέντα, ένας νεαρός βοσκός απ’ τα μέρη της πλαγιάς περπατούσε με το κοπάδι του. Η μέρα είχε βασιλέψει, κι η γη ανάσαινε ήσυχα. Τότε άκουσε γέλια, γάργαρα σαν το κελάρισμα του νερού, κι είδε φως να τρεμοπαίζει μέσα στα κλωνάρια. Κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη φτελιά και έσκυψε να ιδεί.

Κι είδε θέαμα που μόνο στα όνειρα βρίσκει κανείς. Δώδεκα νεράιδες, πιασμένες χέρι χέρι, γύριζαν σε κύκλο. Τα πόδια τους δε φαινόταν να πατούν τη γη, κι ο χορός τους έμοιαζε να κρατά τον ρυθμό της καρδιάς της ίδιας της νύχτας. Οι φορεσιές τους αστραποβολούσαν σαν κυματάκια στη λίμνη κάτω από το φως του φεγγαριού, και τα μαλλιά τους ανέμιζαν σαν μεταξένια σύννεφα.

Ο νέος μαγεύτηκε. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά κι από τα χείλη του ξέφυγε λόγος θαυμασμού. Μα εκείνη τη στιγμή ο χορός σταμάτησε. Οι νεράιδες γύρισαν και τον κοίταξαν με μάτια βαθιά σαν λίμνες. Ένα αχνό χαμόγελο πέρασε από τα πρόσωπά τους κι ύστερα χάθηκαν, σαν να τις πήρε ο άνεμος, μέσα στο σκοτάδι των δέντρων.

Ο βοσκός προσπάθησε να φωνάξει, μα φωνή δεν βγήκε. Η γλώσσα του είχε δεθεί, κι όσο περνούσαν οι μέρες μαράζωνε. Οι γέροντες του χωριού είπαν πως είχε παραβεί τον παλιό νόμο: ποτέ δεν μιλάς στις νεράιδες, γιατί μπορούν να σου πάρουν τη φωνή ή το μυαλό.

Τον έφεραν στον παπά, κι εκείνος διάβασε δυνατή ευχή, ράντισε με αγιασμό και γέμισε το σπίτι με θυμίαμα που μοσχοβόλησε. Έτσι η φωνή του γύρισε. Μα ποτέ δεν ξαναπλησίασε δάσος νύχτα.

Από τότε οι χωριανοί δεν περνούσαν ποτέ από τις νεραϊδοκρίνες μετά το σούρουπο. Με το που έπεφτε το σκοτάδι κλείνονταν στα σπίτια τους και άφηναν το δάσος στις νεράιδες και στα ξωτικά.

Κι αν καμιά φορά βρεθείτε νύχτα στον Χολομώντα, μπορεί να δείτε μακριά, μέσα στο ασημένιο φως, έναν κύκλο να λαμποκοπά ανάμεσα στα δέντρα. Αν ακούσετε γέλια που μοιάζουν με νερό που κυλά, καλύτερα να κάνετε πως δεν ακούσατε τίποτα.

Γιατί οι νεράιδες θυμούνται πάντα εκείνους που τόλμησαν να τις διακόψουν.