Στο νοτιοδυτικό άκρο της Κασσάνδρας, εκεί που η γη βυθίζεται στο πέλαγος, βρίσκεται η Αγία Παρασκευή  τόπος που μοιάζει γαλήνιος, μα κρύβει στα σπλάχνα του μια αρχαία ανησυχία. Από τις πέτρες αναβλύζουν ζεστά νερά, μυρωμένα με το βαριά γλυκό άρωμα του θείου. Λεπτά πέπλα ατμού υψώνονται σαν ονειρικές σκιές και χορεύουν πάνω από την επιφάνεια, κρύβοντας κάτι που μόνο οι παλιοί τολμούν να πουν δυνατά.

«Η γη εδώ καίει από τότε που οι θεοί πάλεψαν με τους γίγαντες», ψιθυρίζουν.

Τότε, η Φλέγρα όπως έλεγαν την Κασσάνδρα έγινε πεδίο μάχης. Η γη άνοιξε, οι φλόγες φώτισαν τον ορίζοντα, κι οι ρίζες του τόπου πυρώθηκαν. Όσα είδαν τα μάτια των ανθρώπων ξεχάστηκαν, μα όσα κρύφτηκαν στα έγκατα έμειναν για πάντα.

Γιατί εκεί, κάτω από πέτρα και χώμα, ζει ακόμη ο Εγκέλαδος. Η θεά Αθηνά τον καταπλάκωσε με έναν βράχο τόσο βαρύ που ρίζωσε στο σώμα της γης. Μα δεν πέθανε. Καίγεται, σιγοβράζει, κι οι αναστεναγμοί του βρίσκουν διέξοδο μέσα από τις θερμές πηγές.

Άλλοτε, οι ατμοί είναι ήρεμοι σαν αναπνοή κοιμισμένου άλλοτε, η γη τρέμει κάτω από τα πόδια, σαν να δοκιμάζει ο γίγαντας τις δυνάμεις του.

Τις νύχτες που το φεγγάρι κρύβεται και ο αέρας σιωπά, λένε πως μπορείς να ακούσεις το χαμηλό βούισμα της καρδιάς του. Μια βαριά, επίμονη ηχώ που ανακατεύεται με τον ήχο του νερού. Οι γέροι σταυροκοπιούνται τότε και κλείνουν τα παραθυρόφυλλα τα παιδιά μαζεύονται κοντά στη φωτιά, γιατί ξέρουν πως, αν ποτέ ο Εγκέλαδος σηκώσει τον βράχο που τον φυλακίζει, η Φλέγρα θα ξαναφλεγεί.

Κι έτσι, τα φλογισμένα νερά της Αγίας Παρασκευής δεν είναι απλώς δώρο της φύσης είναι ανάσα ενός θαμμένου γίγαντα, υπόμνηση πως η γη θυμάται και πως οι θρύλοι δεν πεθαίνουν ποτέ  απλώς αναπαύονται, περιμένοντας την ώρα τους.