Πριν από πολύ καιρό που η Χαλκιδική δεν αποτελούσε ακόμη ταξιδιωτικό προορισμό, οι κάτοικοι της Τορώνης είχαν δραστηριοποιηθεί σε κάτι μοναδικό. Στα ρηχά νερά του κόλπου οι αρχαίοι κάτοικοι εξάγουν ένα από τα βασικά, πολύτιμα προϊόντα του κόσμου : την πορφύρα τη βασιλική βαφή.  

Από τους προΐστορικούς  οικισμούς του Αιγαίου, δηλαδή οι πρώτοι κάτοικοι των νήσων, ανακάλυψαν τη χρήση της πορφύρας. Αρχαιολογικά έχει γίνει αποδεκτό μέσα από ανασκαφές , έρευνες, μελέτες κτλ. Η πρώτη μάλιστα αναφορά εγγράφως διαπιστώνεται στη γραμμική Β΄ της Κνωσού. 

Τί είναι όμως η πορφύρα; Πώς την επεξεργάζονταν;

Ας δούμε αναλυτικά βασικά κομμάτια της ιστορίας του ιδιαίτερου χρώματος.

Από τις πρώτες φυσικές βαφές του κόσμου με ιδιαίτερες αποχρώσεις που παράγει ο άνθρωπος , σήμερα, δευτερεύον χρώμα ,  τοποθετείται στη παλέτα των χρωμάτων ανάμεσα στο κόκκινο και στις μπλε αποχρώσεις. Ο άνθρωπος πολύ γρήγορα ανακάλυψε πως κάποια είδη κοχυλιών αν θρυμματιστούν δίνουν κάποιο χρώμα.  Μύθοι αναφέρουν μάλιστα πως τυχαία διαπιστώθηκε από ένα σκύλο το οποίο δάγκωσε το μαλάκιο και το στόμα του βάφτηκε με κοκκινωπή απόχρωση.  Ο άνθρωπος εντόπισε και επεξεργάστηκε αυτό το μαλάκιο.  Το κοχύλι Murex, συλλέγονταν με τα χέρια και όπως περιγράφει ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος, κάτω από το κέλυφος του βρίσκεται ο αδένας που αν  πιεστεί εκρέει ένα διαυγές υγρό. Το υγρό στην αρχή έχει χρώμα κίτρινο, πράσινο, και μετά περνά στο τελικό χρώμα που μπορεί να είναι κόκκινο  με μια ιδέα μαύρου έως μοβ ή και ιώδες. Αυτό σχετίζεται με την ιδιότητα του φωτός όσο ποιο κοντά στο Βορρά βρίσκεται το κοχύλι τόσο πιο σκούρα απόχρωση παράγει.  Το  υγρό του αδενώματος  τοποθετούνταν σε ένα πιθάρι με ούρα ( αμμωνία ), για δέκα ημέρες ώστε να πραγματοποιηθεί η ζύμωση. Λόγο μυρωδιάς,  τα εργαστήρια διαπιστώνεται πως ήταν διαμορφωμένα εκτός των οικισμών. 

Στην Ιλιάδα του Ομήρου, στην τραγωδία Αγαμέμνων του Αισχύλου και την Αινειάδα του Βιργίλου, υπάρχουν αναφορές για αυτό το περιζήτητο χρώμα. Το χρώμα αυτό λόγο της χρονοβόρας διαδικασίας παραγωγής αλλά και της μηδαμινής ποσότητας που έδινε το κάθε κοχύλι, , ήταν πολύ ακριβό ( 30 gr βαφής 250,000 κοχύλια ),για αυτό κόστιζε όσο το ασήμι. Αν όμως ήταν ένα ύφασμα βαμμένο με πορφύρα, τότε κόστιζε όσο ο χρυσός. Έτσι αποτελούσε ένα προϊόν που είχα χαράξει τους δικούς του εμπορικούς δρόμους. Η παραγωγή γίνεται κυρίως στη Μεσόγειο. Η Κρήτη, η Εύβοια, η Ρόδος, Κως, Νίσυρος, Μακρύγιαλος , αποτελούσαν τα πρώτα κέντρα παραγωγής.   Βέβαια υπήρχε και η δεύτερη χρήση της, για ιατρικούς λόγους. Σύμφωνα με τους γιατρούς Ξενοκράτη και Ορειβάσιο, βοηθούσε σε προβλήματα στομάχου. 

Στην περιοχή της Τορώνης, έχουν εντοπιστεί στοίβες από σπασμένα κοχύλια που συνδέονται με τη διαδικασία εξαγωγή  της πορφύρας. Ενδείξεις για δοχεία και  μικρές δεξαμενές για τη ζύμωση του υλικού που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.  Η ιστορία αυτή για τη παραγωγή πορφύρας στη Χαλκιδική  δεν είναι γνωστή. Ελάχιστες ανασκαφές έχουν εστιάσει αποκλειστικά στην παραγωγή πορφύρας και  φυσικά η παράκτια διάβρωση και η δόμηση έχουν αλλοιώσει πολλά ίχνη της παραγωγής. 

 Η πορφύρα ήταν γνωστή στην Αίγυπτο από τη περίοδο του Νέου Βασιλείου και συνδέθηκε με την εξουσία. Λόγο του κόστους και της ιδιαιτερότητας της βαφής έγινε το χρώμα των αυτοκρατόρων, του κύρους, του πλούτου, της ηγεμονίας, της δύναμης και προσδίδει αύρα μυστηρίου.  

Στην Ιαπωνία η απόχρωση ονομάζεται Μουρασάκι και ήταν απαγορευμένο χρώμα για τους αστούς.  Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν ιδιαίτερα την πορφύρα και τα ενδύματα τους ήταν βαμμένα με την βασιλική- σχεδόν ιερή- βαφή. Ένα βυζαντινό έθιμο ήταν μάλιστα στην αίθουσα που γεννιόταν ο νέος  αυτοκράτορας , να την επενδύουν με υφάσματα βαμμένα από πορφύρα ώστε να είναι το πρώτο πράγμα που θα αντικρίσει με τα μάτια του το βρέφος. Το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής  ήταν η Σιδώνα ( Λίβανος ), και κατά τη διάρκεια των ετών η Κωνσταντινούπολη έως το 1453. Το ύφασμα αποτελούσε το όχημα του πλούτου και της ιερότητας αφού για θρησκευτικούς λόγους χρησιμοποιούν υφάσματα βαμμένα από πορφύρα. 

Έτσι, παρατηρώντας τη πορφύρα μέσα στο χρόνο αλλα και στο γεωγραφικό φάσμα, διαπιστώνουμε πως πρόκειται για μια χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία ώστε να έχουμε ένα τελικό προϊόν που απευθύνεται στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Η Χαλκιδική δε θα μπορούσε να απουσιάζει από αυτό το εμπορικό δρόμο με τα λιμάνια της. Η συμβολή της ήταν σημαντική αν και οι έρευνες και οι μελέτες έχουν ακόμα πολλά να μας διηγηθούν. 

γράφει:Η Χρυσούλα Παπανικολάου

ΠΗΓΕΣ: ARNOLD, B.    REESE, DAVID S., EMANUELA BERAGLI,KARLA KROEGER,  AΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΛΤΙΑ 1991, 1993. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΟΥΤΥΡΑΚΟΥ,