Τον κ. Βασίλη Φραντζολά τον πρωτογνωρίσαμε πριν από πολλά χρόνια, αρχικά μέσα από το βιβλίο του Γεύσεις της θάλασσας – το πρώτο ελληνικό βιβλίο μαγειρικής που απέσπασε το βραβείο «Prix Littéraire Gastronomique 2006» από τη Διεθνή Ακαδημία Γαστρονομίας, που εδρεύει στο Παρίσι. Ανατρέχαμε συχνά μέσα στα χρόνια σε αυτό το βιβλίο το οποίο έγινε για εμάς ένας από τους πιο χρήσιμους και έγκριτους οδηγούς για τα ψάρια. Πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, αλλά με μεταπτυχιακό (M.Sc.) στο Food Policy από το City University London, ο κ. Φραντζολάς είναι σήμερα ειδικός στο ελληνικό ελαιόλαδο με σημαντική πορεία και δράση: μεταξύ άλλων είναι ιδρυτής του oliveoilseminars.com, δοκιμαστής και σύμβουλος ποιότητος ελαιολάδου, συγγραφέας του βιβλίου Σύγχρονες τεχνικές ελαιοκομίας και παραγωγής ποιοτικού ελαιολάδου και επιμελητής και εκδότης του βιβλίου Σύγχρονες τεχνικές για το κλάδεμα της ελιάς των Riccardo Gucci και Claudio Cantini. Επίσης φέτος, διοργάνωσε για 8η χρονιά το εκτεταμένο Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Δοκιμαστών Ελαιολάδου με εκπαιδευτές από το εξωτερικό διεθνούς φήμης, συνολικής διάρκειας 65 ωρών.

Κ. Φραντζολά, δεδομένου ότι το σύνολο του ελληνικού ελαιώνα ξεπερνά τα 130.000.000 ελαιόδεντρα και είμαστε ανάμεσα στις πέντε χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ελαιολάδου στον κόσμο, σωστά θεωρούμε ότι στο ελαιόλαδο πάμε καλά;

Κακώς το θεωρούμε, και αυτό είναι που μας καθησυχάζει γενικότερα. Η αλήθεια είναι ότι από άποψη παραγωγής, μετά την Ισπανία που είναι πρώτη, για τη δεύτερη και την τρίτη θέση «παίζουν» 4 χώρες: η Ιταλία, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Τυνησία. Ανάλογα με τη χρονιά και την καρποφορία, αυτές εναλλάσσονται. Την Τουρκία όμως τη θεωρώ τη μεγαλύτερη απειλή σήμερα για τις εξαγωγές χύμα ελαιολάδου, αύριο για το τυποποιημένο. Ενδεικτικά, πέρυσι πήραν, για πρώτη φορά, συνολικά περισσότερα βραβεία από τη χώρα μας στον διαγωνισμό της Νέας Υόρκης, κάτι που πρέπει να χτυπάει πολλά καμπανάκια.

Δεν χτυπούν τα καμπανάκια στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή στον ΕΛΓΟ – «Δήμητρα» (που εποπτεύεται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων);

Το υπουργείο τυπικά έχει ένα τμήμα ελαιοκομίας, χωρίς όμως κανένα έργο. Όσο για τον ΕΛΓΟ – «Δήμητρα», που είναι ανεξάρτητος οργανισμός με σκοπό την αγροτική εκπαίδευση, έχει έξι σχολές μαθητείας, αλλά καμία δυστυχώς δεν έχει σχέση με το ελαιόλαδο. Στην Ελλάδα έχουμε όλων των ειδών τις σχολές και όλων των ειδών τα τρόφιμα. Δεν υπάρχει τρόφιμο που να μην υποστηρίζεται έστω από μια σχολή. Όλα εκτός από το ελαιόλαδο. Για το ψωμί, το κρασί, το γάλα, το τυρί, το κρέας υπάρχει, αλλά για το ελαιόλαδο, τον αποκαλούμενο «χρυσό», δεν φαίνεται να έχει γίνει κατανοητή η ανάγκη παροχής παιδείας. Ειδικά στην παραγωγή ελαιολάδου στη χώρα μας οι ελλείψεις σε βασικές και τεχνικές γνώσεις είναι αδιανόητες. Σε μια χώρα με 3.500 ελαιοτριβεία, αυτά διευθύνονται από άτομα που τα περισσότερα δεν έχουν πάρει ούτε κάποια στοιχειώδη σχετική εκπαίδευση, έστω 10 ωρών, και βεβαίως δεν έχουν καμία πιστοποίηση για τη δουλειά που κάνουν. Αλλά στα ελαιοτριβεία καθορίζεται τελικά η ποιότητα του ελαιολάδου, σε κάθε τόπο, σε κάθε χώρα. Όσον αφορά την κατάσταση της ελαιοκομίας, θα αναφέρω μόνο ότι για τη σπουδαιότερη εργασία στον ελαιώνα, το κλάδεμα, δεν υπάρχει ούτε ένα εγχειρίδιο 10 σελίδων για το κλάδεμα της ελιάς από κάποιο πανεπιστήμιο, ινστιτούτο, κ.λπ. Το κλάδεμα το «μαθαίνουμε» στην Ελλάδα κυρίως από το ΥouTube, από αυτοδίδακτους κλαδευτές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στη Γεωπονική Σχολή δεν υπάρχει Τμήμα Ελαιοκομίας, Παραγωγής Ελαιολάδου;

Σε καμία σχολή δεν υπάρχει, δυστυχώς. Στην Αθήνα υπήρχε εργαστήριο ελαιοκομίας που ασχολείτο με τη μελέτη των 300 ελληνικών ποικιλιών ελιάς, το οποίο λειτουργούσε μέχρι πριν από 25 χρόνια. Και καταργήθηκε. Δεν υπάρχει γενικότερα, νομίζω, κανένα ουσιαστικό, έμπρακτο θεσμικό ενδιαφέρον για το δέντρο της ελιάς και το ελαιόλαδο. Η περίπτωση του Ελαιώνα μάς λέει πολλά. Αυτά τα υπεραιωνόβια δέντρα του Ελαιώνα πώς κατορθώσαμε και τα κάναμε κούτσουρα για καυσόξυλα; Απίθανα πράγματα.

Συζητάμε για το χύμα ελαιόλαδο που εξάγεται. Εγώ, ας υποθέσουμε, είμαι ένας παραγωγός που πάω τις ελιές μου στο ελαιοτριβείο και τις πουλάω σε χονδρέμπορο. Αυτό το λάδι ελέγχεται;

Βεβαίως. O χονδρέμπορος αγοράζει, όχι από τον παραγωγό, αλλά από το ελαιοτριβείο, το οποίο συγκεντρώνει σε δεξαμενές τις ποσότητες που έχει αποκτήσει, και βεβαίως ενδιαφέρεται για την ποιότητά του. Θα ελέγξει τη δεξαμενή από την οποία πρόκειται να αγοράσει και στη συνέχεια θα πουλήσει στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό σε μεγάλες εταιρείες τυποποίησης. Είναι απαραίτητος ο έλεγχος, γιατί δεν μπορεί να πουληθεί ελαιόλαδο π.χ. με υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Στη συνέχεια, αυτό που «περισσεύει», το ελαιοτριβείο και οι παραγωγοί το πωλούν σε ανώνυμους 17κιλους τενεκέδες.

Σας έχω ακούσει άλλη φορά να μιλάτε για τον 17κιλο ντενεκέ, που απαγορεύτηκε μεν, αλλά κυκλοφορεί ακόμα.

Γενικώς στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν κατασκευάζονται 17κιλοι ντενεκέδες με μικρό πώμα, επειδή απαγορεύεται η κυκλοφορία ελαιολάδου σε συσκευασίες μεγαλύτερες των 5 λίτρων. Οι 17κιλοι ανώνυμοι μεταλλικοί ντενεκέδες κυκλοφορούν με το γνωστό σλόγκαν «είναι της ξαδέρφης, του κουμπάρου» κ.ά. μπροστά στα μάτια των Αρχών. Και αν με ρωτήσετε αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος για την υγεία των καταναλωτών από το ανώνυμο ελαιόλαδο, θα σας απαντήσω με ένα μεγάλο «Ναι». Όλα τα ελαιόλαδα που παράγονται και βρίσκονται με τυχόν υπολείμματα φυτοφαρμάκων δεν μπορούν να τυποποιηθούν και βέβαια δεν πετιούνται… Ελπίζουμε ότι τώρα, μετά την πίεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη νέα νομοθεσία, αυτό θα αλλάξει και σε εμάς, επιτέλους.

Εμάς γιατί δεν μας συμφέρει η πώληση του χύμα ελαιολάδου στο εξωτερικό;

Γιατί δεν υπάρχει καμία προστιθέμενη αξία, ΦΠΑ, φορολογία, για την εσωτερική αγορά. Πουλιέται στο εξωτερικό χύμα σε βυτία, στο κόστος του παραγωγού. Ενώ, αν τυποποιηθεί και τοποθετηθεί σε ένα ράφι –μια καθόλου εύκολη υπόθεση– θα υπάρχει προστιθέμενη αξία.

Ακόμα υπάρχουν κάποιοι που γκρινιάζουν ότι οι Ιταλοί παίρνουν τα λάδια μας και τα βαφτίζουν ιταλικά. Τι απαντάτε σε αυτό;

Οι γνωρίζοντες δεν γκρινιάζουν. Τα πράγματα είναι απλά. Στο ελαιόλαδο έχουμε έναν μεγάλο αγοραστή, την Ιταλία, η οποία αγοράζει τοις μετρητοίς ένα προϊόν που σε εμάς περισσεύει, ενώ σε αυτούς λείπει, λόγω των εξαγωγών που κάνουν. Όσον αφορά τον μύθο ότι βαφτίζουν ιταλικά τα ελληνικά ελαιόλαδα, η αλήθεια είναι ότι οι Ιταλοί τα χρησιμοποιούν μαζί με ισπανικά κ.ά. για να φτιάξουν blends και ποτέ ατόφια.

kathimerini.gr