Στο επίκεντρο της συνεδρίασης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας βρέθηκαν η συνταγματικότητα και νομιμότητα της αναγνώρισης του επωνύμου “Ντε Γκρες” και της ελληνικής ιθαγένειας σε δέκα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας.
Η υπόθεση έφτασε στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο έπειτα από αίτηση ακύρωσης του καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Παναγιώτη Λαζαράτου, η οποία στρέφεται κατά των αποφάσεων του υπουργείου Εσωτερικών, με τις οποίες τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας εγγράφηκαν στο Δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων και απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με το επώνυμο “Ντε Γκρες”.
Ο προσφεύγων επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 4 παρ. 7 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο τίτλοι ευγενείας ή προνόμια που απορρέουν από καταγωγή ή κοινωνική θέση δεν αναγνωρίζονται στην ελληνική έννομη τάξη. Ο κ. Λαζαράτος υποστήριξε ότι το επίθετο «Ντε Γκρες», το οποίο δεν συνάδει με την καθιερωμένη ονοματολογική πρακτική στην Ελλάδα, ενδέχεται να δημιουργεί στους πολίτες την αντικειμενική εντύπωση ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα διατηρούν προνόμια λόγω καταγωγής.
Η απάντηση των μελών της πρώην βασιλικής οικογένειας
Στον αντίποδα, οι νομικοί εκπρόσωποι των πρώην βασιλικών προσώπων αντέτειναν ότι δεν χρησιμοποιούνται τίτλοι ευγενείας από τους ίδιους, αλλά ενίοτε από τρίτους – όπως δημοσιογράφους ή πολίτες. Επικαλέστηκαν, μάλιστα, τον θείο τους, συγγραφέα Μιχαήλ Ντε Γκρες, που χρησιμοποιεί το ίδιο επώνυμο από το 2004, επισημαίνοντας πως η χρήση του δεν παραπέμπει σε τίτλο ή προνόμιο, ούτε υπονομεύει τη δημοκρατική νομιμότητα.
Από την πλευρά του υπουργείου Εσωτερικών, η εκπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) χαρακτήρισε την αίτηση εκπρόθεσμη και αβάσιμη, αμφισβητώντας το έννομο συμφέρον του καθηγητή. «Δεν πρόκειται για προσωπική υπόθεση, αλλά για μια λαϊκή δίκη χωρίς νομικά θεμέλια», ανέφερε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι δεν πληρούνται οι όροι για την προσφυγή, καθώς δεν υπάρχει άμεσος ή προσωπικός λόγος.
Η απόφαση αναμένεται
Το ΣτΕ επιφυλάχθηκε να εκδώσει την απόφασή του εντός του Ιουνίου. Η υπόθεση έχει προκαλέσει σημαντικό ενδιαφέρον, τόσο νομικά όσο και κοινωνικά, καθώς αγγίζει το ευαίσθητο ζήτημα της σχέσης της σημερινής ελληνικής Πολιτείας με το παρελθόν του θεσμού της μοναρχίας, καθώς και τη συμβολική βαρύτητα των ονομάτων και τίτλων σε ένα δημοκρατικό καθεστώς.