«Ακτινογραφία» του τρόπου δράσης του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτέλεσε η σημερινή νέα δίκη με 13 κατηγορούμενους, οι οποίοι εμφανίζονταν ως νέοι ή νεοεισερχόμενοι αγρότες εισπράττοντας επιδοτήσεις μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ και για τους οποίους η Ελληνίδα εντεταλμένη ευρωπαία εισαγγελέας Χαρίκλεια Θάνου εισηγήθηκε την ενοχή τους, κατά περίπτωση, για τα αδικήματα της απάτης και της χρήσης πλαστού.
Κανένας από όσους βρέθηκαν στο εδώλιο, όπως και οι ίδιοι παραδέχθηκαν απολογούμενοι, δεν άσκησαν οποιαδήποτε γεωργική εργασία στις εκτάσεις που μίσθωσαν ως βοσκοτόπια στην ευρύτερη περιοχή της Φθιώτιδας. Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν φαρμακοποιός, χειρούργος οδοντίατρος, υπάλληλος σε φαρμακευτική εταιρεία, καθηγητές – ιδιοκτήτες φροντιστηρίου, πρώην ιδιοκτήτης τεχνικού γραφείου οι οποίοι μόνο με την εμφάνιση του μισθωτηρίου εισέπραξαν επιχορηγήσεις, στερώντας τα ποσά αυτά, όπως εύστοχα παρατήρησε η εισαγγελικής λειτουργός «από κάποιους που είχαν αποκλειστική γεωργική δραστηριότητα».
Το τίμημα μάλιστα που πλήρωναν ήταν ιδιαίτερα χαμηλό, καθώς υπήρχε περίπτωση που έφτανε μόλις τα 0-,30 λεπτά του ευρώ κατ΄ έτος το στρέμμα.
Κατά τη διάρκεια της αγόρευσής της η εισαγγελέας επικαλούμενη το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας και αξιολογώντας όσα προέκυψαν από την πολύωρη αποδεικτική διαδικασία επισήμανε ότι οι συγκεκριμένες εκτάσεις ουδέποτε μισθώθηκαν και ουδέποτε αξιοποιήθηκαν αγροτικά από τους κατηγορούμενους. Δεν παρέλειψε μάλιστα να στηλιτεύσει τις ευθύνες του ΟΠΕΚΕΠΕ λέγοντας ότι δεν άσκησε ουσιαστικό έλεγχο μένοντας μόνο στο περιεχόμενο των δηλώσεων των κατηγορουμένων. «Ο ΟΠΕΚΕΠΕ έπρεπε να πάει επί τόπου να δει και να διαπιστώσει αν υπήρχε δραστηριότητα», είχε χαρακτηριστικά αναφερόμενη στον Οργανισμό που βρίσκεται στο μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας , επισημαίνοντας σε άλλο σημείο ότι «Ο ΟΠΕΚΕΠΕ αυθαίρετα δικαίωσε όσους δικαίωσε. «Και στρέφοντας πάλι τον προβολέα προς την πλευρά των κατηγορουμένων τόνισε πως «δεν αρκεί να εποπτεύουν την έκταση που είχαν μισθώσει, αλλά έπρεπε με εργατικά χέρια να γίνονται όλες οι αναγκαίες εργασίες για την άσκηση δραστηριότητας».
Τι γινόταν τελικά; «Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο να μη γίνεται κανένας πραγματικός έλεγχος, παρά τις ενδείξεις παραποιήσεως και απάτης κι αυτός είναι ένας λόγος που ελέγχεται ο ΟΠΕΚΕΠΕ από το γραφείο μας» είπε η εισαγγελέας και συμπλήρωσε: «Ολα αυτά τα χρήματα τα στερήθηκε κάποιος που πραγματικά έχει γεωργική δραστηριότητα και παλεύει με τις καλλιέργειες του. Έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτήδειους. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ έπρεπε ανεξαρτήτως εγκυκλίων να μεταβεί στο σημείο και να δει αν υπάρχει πραγματικά η δηλωθείσα δραστηριότητα. Εκεί θα έβλεπαν ότι υπήρχαν ζώα, ο βοσκότοπος ήταν παραγωγικός στην πραγματικότητα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι με την πρότασή της, η εισαγγελέας ζήτησε τη διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας προκειμένου να ελεγχθούν πέντε μάρτυρες για ψευδορκία, δύο πρόσωπα για ηθική αυτουργία στην ψευδορκία και ένα πρόσωπο για ψευδή βεβαίωση.
Κλείνοντας την αγόρευση της σημείωσε, ότι τις ευθύνες του ΟΠΕΚΕΠΕ θα τις εξετάσει στην υπόθεση της , ιδιοκτήτριας ΚΥΔ στην περιοχή , σε βάρος της οποίας υπάρχει ανοιχτή δικογραφία για κακουργηματική πλαστογραφία.
Πώς αποκαλύφθηκε η υπόθεση
Η συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης έφτασε στη δικαιοσύνη ήρθε στο φως έπειτα από ανώνυμη καταγγελία, σύμφωνα με την οποία ομάδα φερόμενων ως «αγροτών» είχαν υποβάλει στο ίδιο Κέντρο Υποδοχής Δηλώσεων πλαστά μισθωτήρια, παρουσιάζοντας ως δικά τους χιλιάδες στρέμματα εξ αδιαιρέτου συνδιόκτητων εκτάσεων. Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται στο Ιδιωτικό Δάσος Αγόριανης (Εκκάρας) και στη Μακρυρράχη, και δηλώνονταν στις αιτήσεις ενιαίας ενίσχυσης ως βοσκότοποι.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος 13 κατηγορουμένων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν –κατά περίπτωση– τα αδικήματα της απάτης εις βάρος του Δημοσίου με σκοπό τη λήψη επιχορηγήσεων, καθώς και της πλαστογραφίας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, 12 από τους εμπλεκόμενους φέρονται να έχουν αποκομίσει συνολικά παράνομα οφέλη άνω των 440.000 ευρώ, με τις επιδοτήσεις που ελάμβανε ο καθένας να κυμαίνονται από 13.000 έως και 91.000 ευρώ.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου, εκτός από τους εμφανιζόμενους ως μισθωτές των επίδικων εκτάσεων , κάθισε είναι ο πρώην πρόεδρος του αγροτικού συνεταιρισμού Μακρυρράχης, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 2020 Κατά την απολογία του, ισχυρίστηκε ότι ο συνεταιρισμός έχει νόμιμα δικαιώματα νομής βοσκής επί των εν λόγω εκτάσεων από το 1935, επικαλούμενος σχετικές αποφάσεις που, όπως είπε, το επιβεβαιώνουν.
Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι με τη σειρά τους αρνήθηκαν οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια, υποστηρίζοντας ότι ενήργησαν στο πλαίσιο της σχετικής εγκυκλίου. Όπως υποστηρίζουν, η εγκύκλιος αυτή δεν απαιτούσε να υπάρχει ούτε γεωργική παραγωγή, ούτε ζωικό κεφάλαιο για τη λήψη της επιδότησης, αλλά μοναδικό κριτήριο ήταν η διατήρηση των βοσκοτόπων σε «καλή γεωργική κατάσταση». Με άλλα λόγια, όπως εξήγησαν, το μόνο που απαιτούνταν ήταν το χορτάρι να μην ξεπερνά σε ύψος τα 70 εκατοστά.
Όλοι οι κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι τα μισθωτήρια που υπέβαλαν ήταν γνήσια και όχι πλαστά, ενώ ένας εξ αυτών χαρακτήρισε ως φυσικό «διαχειριστικό μηχανισμό» τα κοπάδια ζώων της περιοχής, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «το χορτάρι κρατιέται στο ύψος… του παπουτσιού τους», εξηγώντας ότι η περιοχή βοσκείται τακτικά από κοπάδια ζώων, αφού στην περιοχή βρίσκονται τουλάχιστον 25 στάβλοι.
Η δίκη θα συνεχιστεί στις 21 Ιουλίου με τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης μετά το τέλος των οποίων θα ακολουθήσει η έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου.