Είναι βραδιές σαν κι αυτή που η Ελλάδα παίρνει ξανά το χρώμα της. Που ο ουρανός μυρίζει καλοκαίρι, βασιλικό και στάχτη. Που οι αυλές γεμίζουν παιδιά, κι οι γειτονιές γίνονται θεατρικές σκηνές μιας παράδοσης που επιμένει μέσα στους αιώνες, μέσα στις καρδιές.

Οι φωτιές του Αϊ-Γιάννη δεν είναι απλώς ένα έθιμο. Είναι το κάλεσμα του ελληνικού καλοκαιριού. Το φως της ψυχής μας που ανάβει για να θυμηθούμε ποιοι είμαστε. Είναι εκείνη η στιγμή που μαζευόμαστε όλοι γύρω από τη φλόγα, μικροί και μεγάλοι, και γινόμαστε ένα. Ένα βλέμμα, ένα τραγούδι, μια ευχή που σκαρφαλώνει ψηλά μαζί με τις σπίθες.

Το στεφάνι του Μάη ξερό, ξεχασμένο, σαν κάτι που πονέσαμε αλλά ήρθε η ώρα να αφήσουμε πίσω, καίγεται πρώτο. Μα δεν καίγεται απλώς. Καθαγιάζεται. Μαζί του καίμε φόβους, σκοτούρες, παλιά βάσανα. Και πηδώντας πάνω από τη φωτιά, αφήνουμε κάτι πίσω μας. Ένα βάρος που μας κρατούσε στο χώμα.

Για ένα δευτερόλεπτο, εκεί, ανάμεσα στις φλόγες και στον αέρα, νιώθεις ελεύθερος. Ξανά παιδί. Ξανά ερωτευμένος με τη ζωή. Γιατί αυτό είναι οι φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Δεν είναι απλώς μια παράδοση. Είναι ένα κομμάτι της ψυχής του λαού μας. Μια πράξη πίστης ότι όσο ανάβει αυτή η φωτιά, εμείς δεν χανόμαστε.

Είναι οι γιαγιάδες που μιλάνε για τον Κλήδονα με μισογεμάτη φωνή κι όμως τα μάτια τους λάμπουν. Είναι οι μάνες που φτιάχνουν στεφάνια με τα χέρια τους και οι πατεράδες που κρατούν τα παιδιά τους να πηδήξουν μαζί τη φλόγα. Είναι τα πρώτα φιλιά πίσω από τις αυλές, τα πρώτα χτυποκάρδια στα πανηγύρια, τα τραγούδια που δεν ξεχάστηκαν ποτέ.

Είναι το καλοκαίρι, έτσι όπως το μάθαμε από τους παππούδες μας: αλάτι, φωτιά, γέλιο, πόνος και λύτρωση.

Στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη δεν ανάβουμε μόνο ξερά στεφάνια. Ανάβουμε τις ελπίδες μας. Ανάβουμε την Ελλάδα που αγαπάμε, αυτή που δεν σβήνει ποτέ.