Ο μεγάλος σεισμός που έπληξε την Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 έμεινε στη μνήμη ως μία από τις πιο τραγικές στιγμές της σύγχρονης Ελλάδας. Σημειώθηκε στις 14:56, με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ και επίκεντρο κοντά στην Πάρνηθα. Παρά το μέτριο μέγεθος, η μικρή απόσταση από το πολεοδομικό συγκρότημα και το ρηχό βάθος προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές.
Ο απολογισμός υπήρξε βαρύς: 143 νεκροί, περίπου 2.000 τραυματίες και δεκάδες χιλιάδες άστεγοι. Περισσότερα από 70 κτίρια κατέρρευσαν ολοσχερώς, ενώ χιλιάδες κρίθηκαν ακατάλληλα για χρήση. Ιδιαίτερα δοκιμάστηκαν οι περιοχές του Μενιδίου, των Άνω Λιοσίων, των Θρακομακεδόνων και της Φυλής. Το πλέον πολύνεκρο περιστατικό σημειώθηκε με την κατάρρευση του εργοστασίου «Ρικομέξ», όπου έχασαν τη ζωή τους δεκάδες εργαζόμενοι.
Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας τον σεισμό την ακριβότερη φυσική καταστροφή στην ιστορία της χώρας. Το κράτος κινητοποίησε αμέσως δυνάμεις διάσωσης, ενώ χιλιάδες πολίτες φιλοξενήθηκαν σε σκηνές και κοντέινερ για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Παράλληλα, η διεθνής βοήθεια με πρώτη την τουρκική αποστολή διάσωσης – ενίσχυσε το έργο των σωστικών συνεργείων και έδωσε μήνυμα αλληλεγγύης.
Το γεγονός ανέδειξε τις αδυναμίες των παλαιών κατασκευών και λειτούργησε ως σημείο καμπής για την αντισεισμική θωράκιση της Ελλάδας. Οδήγησε στη δημιουργία του νέου Αντισεισμικού Κανονισμού (ΕΑΚ 2000) και σε ενισχυμένα μέτρα για την ασφάλεια δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων.
Περισσότερο από δύο δεκαετίες μετά, ο σεισμός του 1999 παραμένει χαραγμένος στη μνήμη των Αθηναίων: μια τραγωδία που στοίχισε ζωές και περιουσίες, αλλά και ένα οδυνηρό μάθημα που άλλαξε για πάντα την πολιτική αντισεισμικής προστασίας στην Ελλάδα.