Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, θυμίζει σε όλους και έναν δικό μας ήρωα από την Χαλκιδική και συγκεκριμένα από την Βάλτα της Κασσάνδρας, ο οποίος θυσιάστηκε για την ελευθερία του λαού. Βασίλειος Σταμπουλής: «έπεσε» ηρωϊκά στα 32 του χρόνια πολεμώντας τον κατακτητή.
Ο αξέχαστος λοχαγός Βασίλειος Σταμπουλής υπηρετούσε στην ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) κατά τη διάρκεια της εισβολής του ΄74 και οι ιστορία του αποτελεί παράδειγμα αυταπάρνησης. Πολεμούσε στο ίδιο στρατόπεδο με τον συνάδελφό του Σωτήριο Σταυριανάκο, και έπεσε νεκρός στις 16 Αυγούστου 1974, “στην πιο άνιση μάχη των τελευταίων χρόνων”, όπως χαρακτηρίστηκε και διδάσκεται στην Βρετανική Στρατιωτική Ακαδημία. Όπου “μια χούφτα” άνδρες της ΕΛΔΥΚ, αντιμετώπισαν για περίπου τρεις ημέρες (60 ώρες!) 6.900 Τούρκους (αναλογία 1 προς 22).
Με βάση την μαρτυρία του λοχία Άγγελου Μανώλα του 2ου λόχου της 103ης σειράς από την Κασσάνδρα Χαλκιδικής, ο Βασίλης Σταμπουλής πολέμησε γενναία τις 60 ώρες του τριημέρου που “κράτησε” η ΕΛΔΥΚ. Ο λοχίας, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Μετά τον ηρωικό θάνατο του διμοιρίτη μου αρχιλοχία Μπινάκη Γεώργιου εκτελούσα καθήκοντα προσωρινού διμοιρίτη μέχρι που ήρθε και ανέλαβε ο μόνιμος αρχιλοχίας Μπόσινας Παναγιώτης από την Καλαμάτα, ένα πραγματικό παλικάρι. Με κράτησε δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν μετακινήθηκα για νερό μέσα στους καπνούς είδα και μίλησα για τελευταία φορά τον πατριώτη μου λοχαγό από τη Βάλτα Κασσάνδρας Σταμπουλή Βασίλειο. Τον είχε στείλει ο στρατοπεδάρχης αντισυνταγματάρχης Σταυρουλόπουλος να μας ρωτήσει αν έχουμε πυρομαχικά. Με φώναξε: “Μανώλα, γύρνα στο όρυγμά σου να προφυλαχθείς γιατί θα μείνεις σαν αγραφύλακας στην αμπουλιάνα (λιβάδι)!” Αφού με συμβούλεψε στα χαλκιδικιώτικα να φυλάγομαι, χάθηκε μέσα στους καπνούς να μιλήσει με τους αξιωματικούς του 2ου λόχου. Ήταν υπασπιστής του αντισυνταγματάρχη Σταυρουλόπουλου και μεγάλο παλικάρι. Όταν αργότερα, την ίδια μέρα, εγώ σώθηκα και έμαθα ότι σκοτώθηκε ο λοχαγός, κάθησα κάτω από μια ελιά και έκλαψα σαν μικρό παιδί…».
Ο διοικητής του Βασίλη Σταμπουλή, αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, θα δηλώσει: «Ήταν μεγάλη η στενοχώρια μου όταν έμαθα ότι σκοτώθηκε ο Σταμπουλής. Λεβέντης. Τρεις μέρες ήταν δίπλα μου, πολέμησε δίπλα μου… Κατηγορώ τον εαυτό μου που χάθηκε. Γιατί τον διέταξα να φύγει πριν από εμένα… Έπρεπε να τον κρατήσω μαζί μου. Να φύγουμε μαζί όπως πολεμήσαμε μαζί… Λεβέντης! παλληκάρι! Το ίδιο και η σύζυγός του που την γνώρισα. Κρίμα να χάνονται τέτοιοι άνδρες».
Η ανηψιά του Βασίλη Σταμπουλή, Στέλλα Τσιάλα από την Κασσάνδρα, γράφει στο Facebook:
16 Αυγούστου 1974
Ήμουν σχεδόν δέκα χρονών. Η είδηση έφτασε σαν θύελλα στο σπίτι μας. Έπεσε η ΕΛΔΥΚ! Ο Λάκης μας χάθηκε!!!
“Λοχαγός Βασίλειος Σταμπουλής: αγνοούμενος”
Η αγωνία και σύντομα ο θρήνος, ακατανόητα για την παιδική ψυχή μου… Η γιαγιά μοιρολογούσε μερόνυχτα ολόκληρα. Η μάνα μου κλείνονταν σε σκοτεινό δωμάτιο αμίλητη κι απρόσιτη…
Στην αρχή ψίθυροι και μισόλογα… Είναι η γυναίκα του στην Κύπρο… τον ψάχνει! Εικοσιπέντε χρονών κοπέλα, τι θα κάνει μόνη της εκεί! Η κορούλα τους είναι ασφαλής στην Αθήνα…Θεέ μου κάνε το θαύμα σου! Αγωνία, πόνος,τάματα, προσευχές, προετοιμασίες για αναζήτηση στην Κύπρο, τηλεφωνήματα…Και λίγο αργότερα…Τον βρήκαν…Τον αναγνώρισε η γυναίκα του..Θα πάμε κι εμείς…όσοι μπορούμε…στη μάνα του μη λέτε ακόμη τίποτα…ελπίζει…
Αχ Λάκη μας! Τριανταδυό χρονών παλικάρι! Να σταθούμε στη νύφη μας, είναι τόσο νέα…πόσο κρίμα…κι η κορούλα του…τ’ ανίψι μας… είναι μόλις δύο χρονών…
Αδιανόητο…το μικρότερο αδέρφι της μάνας μου…ο λατρεμένος μου θείος Λάκης, ο άνθρωπος που με βάφτισε, που έγινα παράνυφος στο γάμο του και τον καμάρωνα με την κατάλευκη στολή και το σπαθί του…
Σώπα, μην κλαις, έλεγε ο πατέρας μου, είναι ήρωας, είμαστε περήφανοι, σώπα!
Τσακισμένο καράβι η οικογένεια! Αμέτρητα τα πώς και τα γιατί! Μπορούσε να ήταν κοντά μας…Είχε πάρει μετάθεση…Έπρεπε να είχε φύγει…Γιατί αποφάσισε να μείνει με δική του ευθύνη; Μπορούσε να είχε σωθεί…Γιατί γύρισε πίσω; Νοιάζονταν για τους στρατιώτες του…Δε θα άφηνε ούτε έναν ξωπίσω του…Έτσι πρέπει να κάνουν οι άξιοι αξιωματικοί!
Ψυχραιμία, έλεγε ο πατέρας, είναι πόλεμος, έτσι γίνεται στον πόλεμο! Ήταν γενναίος και τίμιος, το ξέρουμε καλά αυτό! Σφίξτε τα δόντια και το κεφάλι ψηλά! Να τον υποδεχτούμε! Μας τον φέρνουν με τιμητικό άγημα!
Ολονυχτία στο εκκλησάκι του Άη Θανάση…Ολόξανθη μαυροφορεμένη ψιλόλιγνη φιγούρα η γυναίκα του! Κλείνω τα μάτια και βλέπω την τελευταία τους εικόνα που είχα στο μυαλό μου απ’ το προηγούμενο καλοκαίρι. Ένα νεαρό ζευγάρι, ερωτευμένοι και γεμάτοι ζωή, να περπατάνε χέρι χέρι στην ακρογιαλιά. Αχ θεία μου αγαπημένη! Πώς τσάκισες έτσι σε λίγους μήνες!!! Οι αδερφές του, εκεί, με βουβό θρήνο στο πλάι…Ο αδερφός του, εκεί, με σφιγμένο στόμα…Η μάνα του ένα μαύρο κουβάρι εκεί στο πάτωμα της εκκλησιάς αγκαλιάζοντας το ξύλινο σεντούκι σκεπασμένο με την ελληνική σημαία, να μουρμουράει μοιρολόγια…Έλπιζε πως θα ξανάβλεπε το στερνοπαίδι της να περνάει το κατώφλι του σπιτιού της με κείνο το λαμπερό χαμόγελο και τα χέρια απλωμένα να τη σφιχταγκαλιάσει…μα τώρα της το φέραν οι φαντάροι σ’ αυτό το ξύλινο κουτί για να τον αγκαλιάσει η πατρική του γη…
Την επόμενη το χωριό μας τον υποδέχθηκε με τιμές! Η τελετή έγινε στην κεντρική εκκλησία και εκφωνήθηκαν επικήδειοι. Η ταφή έγινε στο μνημείο που στήθηκε προς τιμήν του. . Με εντολή του τότε Δημάρχου Κασσάνδρειας Ιωάννη Σμυρλή τα σχολεία έκαναν παρέλαση μπροστά απ’ το μνημείο του.
Κι έπειτα…άρχισαν να κυλούν τα χρόνια…κι η γυναίκα του έπρεπε να συνεχίσει, να μεγαλώσει το βλαστάρι τους, όπως κάποτε ονειρεύονταν μαζί…Η μάνα του κι η μικρότερη αδερφή του σβήσαν χρόνια αργότερα με τ’ όνομά του στα χείλη… Ο αδερφός του πάντοτε παρών σε εκδηλώσεις μνήμης που γίνονται προς τιμήν του, για να μην τον ξεχάσουν, για να τον τιμούν, για να ξέρουν…Κι η μεγαλύτερη αδερφή του, η μάνα μου, κατάκοιτη πλέον και με άνοια, να κοιτάζει και σήμερα τη φωτογραφία του απέναντι απ’ το κρεβάτι της και μες στο χάσιμό της να λέει: ο Λάκης μας…είναι το παιδί μου… Τόσο πολύ τον αγαπούσε…Πόνεσε σαν να έχασε παιδί κι όχι αδερφό…
Ο δρόμος που περνά μπροστά απ’ το πατρικό του σπίτι πήρε τ’ όνομά του: Οδός Λοχαγού Βασιλείου Σταμπουλή!
Δώσανε τ’ όνομά του σε στρατόπεδο στη Λευκωσία!
Μεγάλωσα, διάβασα, έψαξα, προσπαθώντας να μάθω τα πώς και τα γιατί που οδήγησαν στο χαμό του, που βασάνιζαν για χρόνια την οικογένειά μου… «Κύπρος 1974! Δεν νικηθήκαμε, προδοθήκαμε!»…Δεν ξέρω αν θέλω να μάθω περισσότερα!!! Τόσες ψυχές αδικοχαμένες, τόσα σπίτια βυθισμένα στο πένθος…
Κι ακόμα κλαίω, ακόμα θρηνώ, και κάθε φορά ακούω τη φωνή του πατέρα μου να μου λέει:
Σώπα, μην κλαις! Να είσαι περήφανη! Είναι ΗΡΩΑΣ!!!
Με πληροφορίες typospeiraiws