Κείμενο: Μαργαρίτη Σταύρου, επιμέλεια: Κοκκαλά Αλέκου

Στην παλιά μας πατρίδα Τρίγλια, υπήρχαν αμαξάδες πού κάναν τη συγκοινωνία Τρίγλια – Μουδανιά – Προύσα.

Από δαύτους αναφέρω, μερικούς: ήταν ό Δημοφάνης, ό Επιφάνης, ο Δημητρός Κοκκαλάς (Πρωτοσύγκελος, το γιατί τον λέγαν Πρωτοσύγκελο θα το πούμε μια άλλη φορά), ό Χρήστος ο Τσιπουράς πού βρίσκεται εν ζωή και κατοικεί στα Νέα Σήμαντρα Χαλκιδικής (Καρκάρα) και αν τον δείτε θα πείτε ότι είναι ακόμα εξηντάρης, φοράει ψηλά υποδήματα, μαύρο σγουρό σκούφο με μπασλήκι (μαντήλα) και μουστάκι στριμμένο, δηλαδή ή παρουσία του θυμίζει την Προύσα.

Αυτά τα αμάξια τότε τα λέγανε νταλίκες και τα έσερναν δυο άλογα. Ήταν τετράτροχα με σούστες, είχαν σκεπή και από τις δυο πλευρές είχαν άνοιγμα σαν είδος πόρτας, για να ανεβοκατεβαίνουν οι επιβάτες. Αυτές οι πόρτες έκλειναν με πέτσινες κουρτίνες για να μη βρέχονται ή κρυώνουν οι επιβάτες.

Στο μπροστινό μέρος που ήταν κάπως κυρτό και το λέγανε παπουτσλήκι, καθότανε ο αμαξάς και στο πίσω μέρος προς τα έξω ήταν μια σκάρα με λάμες για να βάζουν οι επιβάτες τα μπαγάζια τους. Το μέσα μέρος πού καθόντουσαν οι επιβάτες ή¬ταν ολοστόλιστο με φούντες και καθρεφτάκια.

Όταν καθόντουσαν τα έσνάφια κάτω από τον μεγάλο πλάτανο πού ήταν στο παζάρι, εκεί πού ήταν όλα τα μπακάλικα, λ.χ. του Αρμόδιου, του Καλπάκη, του Θωμίδη κλπ., ή και στα καφενεία όπως του Μαθιά, το αδελφά-το (Κυψέλη) του Χάσικου κλπ., εκεί κάτω στον παχύ ίσκιο του πλάτανου, λέγανε ιστορίες, ο καθένας τα δικά του και όταν άρχιζε ο πρωτοσύγκελος τις ιστορίες, τον ακούγανε όλοι με ανοιχτό το στόμα. Διότι ο Δημητρός πρωτο-σύγκελος ήταν ένα είδος Μαστραδίν Χότζα.

Μια μέρα τους είπε: «Βρε παιδιά, σήμερα ο άνθρωπος πρέπει να χρωστά για να έχει δουλειά». Όλοι τον έβλεπαν μέσα στα μάτια. Και συνέχισε: «Ακούετε δω πέρα πού σας κρίνω. Εγώ χρωστούσα στο Νικολάκη ντο Καλπάκη κάτι ψιλοπράματα, κανεδιό λίρες και κάτι μετζί-τια. Τώρα ο Νικολάκης ήθελε να πάει στα Μουντανιά για να πάρει το αλάτι από το μονοπώλιο.

Τώρα οι άλλοι τα χτηνάτουνα ήτανε πιο γερά, τα δικά μου ήτανε γιαβάσικα (αδύνατα) και όμως προτίμησε εμένα, Αυτό το έκανε όχι γιατί με λυπήθηκε, άλλά για να πάρει το χρέος μου. Αν δεν τον χρωστούσα θα είχα δουλειά; Όλοι το βρήκαν σωστό και του έδωσαν συγχαρητή¬ρια. Η Τρίγλια ήταν πυκνοκατοικημένη κωμόπολη, δηλαδή το ένα σπίτι ήταν κοντά στο άλλο, όπως είναι εδώ λόγου χάρη ο Πολύγυρος, ο Βάβδος κλπ. Δεν ήταν όπως είναι τα σημερινά χωριά, πού έγιναν επί εποικισμού, πού είναι σε μεγάλο οικόπεδα κάπου 950 τ.μ., όπου τα σπίτια είναι αραιοκατοικημένα και με σχέδιο βγαλμένο από μηχανικούς και με ρυμοτόμηση.

Εκεί στην παλιά πατρίδα, τα σπίτια ήταν το ένα κολλητό με το άλλο και με ξύλινα μπαλκόνια. Οι γυναίκες κάθε πρωί που βγαίναν να τινάξουν τα χαλιά τους, πιάνανε αναμεταξύ τους κουβέντα η μια με την άλλη. Δηλαδή ήταν κτισμένα κατά ένα τρόπο πού μπορούσες να φωνάξεις τη γειτόνισσα σου για μια ώρα ανάγκης. Ενώ εδώ και να πεθάνεις, δεν θα πάρει κανένας χαμπάρι. Δηλαδή αυτό ήταν καλό κατά την εποχή εκείνη, διότι δεν υπήρχαν τηλέφωνα, όπως είναι εδώ σήμερα.

Εδώ βέβαια επειδή υπάρχουν μεγάλα αγροτικά οικόπεδα, υπάρχει και κήπος και ή ζωή μπορούμε να πούμε είναι πιο άνετη. Έπειτα και οι δρόμοι μπορούν να ασφαλτοστρωθούν, διότι υπάρχει ρυμοτόμηση, όπως έχει γίνει σε πολλά χωριά. Στην Παλιά Τρίγλια όμως οι δρόμοι ήταν στενοί και σε πολλά σοκάκια. ο δρόμος δεν έβγαινε στην απέναντι μεριά, γι’ αυτό τα λέγανε και τσικμάκ σοκάκια. Αλλά όμως δεν ήταν σοκάκι πού να μην ήταν φκιαγμένο με πέτρες, τα λεγόμενα καλντιρίμια.

Έτσι λάσπη δεν υπήρχε πουθενά, όσο νερό κι’ αν έβρεχε. Έπειτα ή κωμόπολη ήταν κτισμένη σε κοιλάδα και από τις δυο πλευρές τα νερά κατηφόριζαν προς τον ντερέ (ρέμα) και μετά από τον ντερέ πήγαιναν κατευθείαν στη θάλασσα. Στην Παλιά Τρίγλια ο κόσμος δεν είχε αλογόσουστες για τη δουλειά του στα κτήματα, λόγω του εδάφους. Ο κάθε νοικοκύρης είχε το ζώο του (γάιδαρο ή άλογο). Αμάξια είχαν μόνο οι αμαξάδες πού έκαναν τη συγκοινωνία Μουδανιά – Προύσα και από την άλλη Κασαμπά, Μεχαλίτσι κλπ. Ο δρόμος αυτός ήταν δημόσιος και πολύ ωραίος.

Με τα γαϊδουράκια κουβαλούσαν το μαξούλι της ελιάς από τα κτήματα στο χωριό. Εκεί υπήρχαν κάτι κουφίνια σε πλατύ σχέδιο για να τα στηρίζουν καλά στο ζώο και έβλεπες τους Τριγλιανούς όταν ήταν το πανηγύρι της Σωτήρας πάνω στο βουνό, να παίρνουν τα φαγιά τους, το ρακί με τούς μεζέδες και προπαντός θαλασσινά (στρείδια, μύδια, χτένια κ.ά.), φόρτωναν τα κουφίνια στα ζώα και παίρνανε μαζί και τις βρανιές.

Όταν φθάνανε στον προορισμό τους, στρώνανε τις βρανιές κάτω από τα δέντρα σε παχύ ίσκιο. Υπήρχαν μεγάλες φουντουκιές, καρυδιές κ.ά