Κείμενα: Μαργαρίτη Σταύρου

Επιμέλεια :Κοκκαλά Αλέκου

Το Παρατσούκλι «Ο πρωτοσύγκελος»

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, που είχε υπό την προστασία του όλες τις εκκλησίες της Μικρασίας, κάθε χρόνο έστελνε αντιπρόσωπο σε κάθε χριστιανικό χωριό για να κάνει έλεγχο των εκκλησιών και να δει τις ανάγκες και τι προβλήματα έχει η εκκλησία.

Στην Τρίγλια έλαχε να στείλει κάποιο με το βαθμό του πρωτοσύγκελου ο οποίος είναι κατώτερος του βαθμού του δεσπότη. Ο πρωτοσύγκελος ήλθε με το πλοίο της συγκοινωνίας Μουδανιά- Κωνσταντινούπολη και από τα Μουδανιά πήρε βάρκα για την Τρίγλια.

Ο κόσμος είχε ακούσει ότι έρχεται στην Τρίγλια από το Πατριαρχείο κάποιος Πρωτοσύγκελος κι έτσι λοιπόν έτρεξαν στη θάλασσα να δούνε το απεσταλμένο του πατριαρχείου. Έτρεξαν βέβαια και τα παιδιά που σπρώχνοντας το ένα το άλλο έριξαν τον Δημητρό τον Κοκκαλά στην θάλασσα κι έγινε μουσκίδι.

Μετά τον πήγαν στο σπίτι του . Μόλις τον είδε ν μητέρα του η Πολυτίμη έβαλε τις φωνές λέγοντας τουκι ήταν πολύ κοργιόζικη (αστεία): Μάνα που σε χαρώ γιόκα μου, έτσι που έγινες γένιες ολόιδιος πρωτοσύγκελος!

Τριγλιανά Νέα, 5 Απριλίου 1983, φύλλο 41  

Τα βράδια, που του Δεκέμβρη οι νύχτες είναι ατέλειωτες, ο Πρωτοσύγκελος ερχότανε  μέσα στο λαδαριό και κάθιζε μαζί με τους εργάτες του για να πει κανένα καλαμπούρι, για να περάσει η ώρα και στη συνέχεια να δίνει και κουράγιο στους εργάτες να δουλεύουν, να μη νυστάζουν. Αρχινούσε τότε και έλεγε : «Βρε παιδιά δεν είστε Τριγλιανοί, τι κάθεστε; Κάντε καροτές (φρυγανιές) και βουτάτε στο λάδι» και συνέχιζε «Μπορεί να είμαι εδώ πέρα στα Μουντανιά και να περνώ καλά, αλλά είναι σαν να βρίσκομαι στην ξενιτιά. Αν και είναι κοντά η Τρίγλια καλά και έχω ‘δω κοντά στο μαχαλά μου του Τσίτερ το Αποστολό ντο γιατρό και κάνουμε λίγο κοννούσι (συζήτηση) και λέμε κομάϊ τα χωριανά μας και ξεσπάνω λίγο, έρχομαι συχνά και καλλιόνω». Το χτηνό του, το καημένο αυτό το άλογο δε το άφησε ποδάρια να υρίζει ούλα τα χωριά της Χαλκιδικής

 

Προπολεμικά στα Νέα Μουδανιά κατοικούσαν δυο Τριγλιανοί, ο γιατρός κ. Απόστολος Τσίτερ και ο Δημητρός Κοκαλάς (πρωτοσύγκελος). Τώρα θα πούμε μερικά από τη ζωή του πρωτοσύγκελου: Ο Δημητρός ήταν ναλμπάντης (πεταλωτής) αλόγων, διότι από μικρό παιδί καταγινότανε με τα ζώα. Ζώα αγόραζε, ζώα πουλούσε, δηλαδή με λίγα λόγια έκανε τον τσαμπάζη (ζωέμπορα) . Είχε πουλήσει κάποτε ένα άλογο στο Διονυσίου. Αυτός που το αγόρασε το έβαλε στο παλούκι (άροτρο) να οργώσει το χωράφι του. Το ζώο τη δεύτερη μέρα ψόφησε.

Πήγε τώρα ο παθών να γυρέψει τα χρήματα του πίσω. Πήγε στο σπίτι του, δεν τον βρήκε. Μετά όταν ήρθε ο πρωτοσύγκελος του λέει η γυναίκα του η Φωτίκα, Μήτσο αυτό κι αυτό συνέβη. Φάγαν και έπεσε να κοιμηθεί λέγοντας της Φωτίκας: Άμα θαρτεί αυτό το ψούνιο πέστου ότι δεν είμαι δω..Πήγε ο άνθρωπος μια, πήγε δυο, αναγκάστηκε μετά να πάει στην αστυνομία και ο αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και τον κάλεσε στην αστυνομία. Μόλις μπήκε και πάτησε το κατώφλι της αστυνομίας, ο αστυνόμος τον έβαλε μπρος.

Βρε Κοκαλά, του λέει, δεν ντράπηκες να γελάσεις αυτό το φτωχό άνθρωπο, να τον πουλήσεις ένα άρρωστο ζώο.

Μετά, όταν τέλειωσε ο αστυνόμος το κατηγορητήριο, πήρε το λόγο ο πρωτοσύγκελος: Ακούστε κύριε αστυνόμε. Αυτός ο άνθρωπος είναι παλιός μου φίλος. Ο φτωχός έχει εφτά παιδιά, εγώ το λυπήθηκα και τον έδωσα ένα άλογο για να κάνει τσαρούχια για τα παιδιά του.

Μετά λέει ο αστυνόμος τον παθόντα: Πόσα το αγόρασες το άλογο;

Αυτός του λέει 400 δραχμές.

Αμ’ ευλογημένε χριστιανέ με 400 δραχμές τι άλογο ήθελες να σου δώσει ο άνθρωπος.

Θύμωσε ο αστυνόμος, χτυπάει το τραπέζι και τους λέει: Μπρος να τσακιστείτε να φύγετε και οι δυο έξω.