Κείμενα: Μαργαρίτη Σταύρου από το Αρχείο του Δημητρακού Στάθη

Πηγή: Τριγλιανά νέα, 20 Δεκεμβρίου 1978, φύλλο 18

Επιμέλεια: Κοκκαλά Αλέκου

Στην παλιά πατρίδα, είχαμε πολλούς υποδηματοποιούς, τους λεγόμενους κουντουράδες. Ήταν ο Γιώργης Δόμνας, ο Χριστόφορος Χατζηπαππού, ο Αριστείδης Τιτάνγκος, ο Κουντουράς  Σεβταλής, ο Θανάσης Τσακμάκης, ο Δημητρός Τσακμάκης, ο Ανάστασης Πατηκάς, ο Αρμένης  Αλεξάνης, ήταν και ένας Τούρκος γεμενετζής.

Ο Δόμνας είχε  δυο γιους κουντουράδες, τον Χρυσόστομο και τον Πέτρο. Οι δύο πρώτοι ο Δόμνας και ο Χατζηπαππούς εργάστηκαν και στην Κωνσταντινούπολη και από την πλευρά της τεχνικής ήταν πιο εξελιγμένοι. Κάνανε παπούτσια πολυτελείας, εκείνης  της εποχής. Τότε ήταν η μόδα τα κουμπωτά σκαρπίνια και μπότες. Όσοι τα φορούσαν είχαν και το κουμπωτήρι μαζί τους και άλλοι πάλι που φορούσαν κουντούρες και γεμενιά, είχαν   μαζί τους το μπρούτζινο κόκκαλο.

Αυτοί όλοι οι κουντουράδες δούλευαν πολύ γερά πετσιά, τον λεγόμενο Γαλλικό κιοσελέ, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος αν έκανε ένα ζευγάρι κοντούρες έπρεπε τουλάχιστον να κρατήσουν δέκα χρόνια. Δεν ήταν όπως σήμερα πού θέλομε κάθε έξη μήνες και από ένα ζευγάρι παπούτσια.

Τότε εκεί, προ παντός οι Ρετζεπέριδες (αγρότες) , που πήγαιναν καθημερινά στα κτήματα δεν χαλούσαν παπούτσια. Φορούσαν τσερβούλια από αγελαδινό πετσί. Ο Μαστροσεβτάλης έκανε πολύ γερές κουντούρες, ήταν στη γεροσύνη ξακουστός.

Κάποτε πήγε ένας δικός μας να παραγγείλει για το γιο του ένα ζευγάρι κουντούρες.

-Καλημέρα, λέει, Μάστρο-σεβταλή.

-Καλημέρα,  απαντάει ο τσαγκάρης. Τι συμβαίνει:

-Θέλω να κάνεις το Σωτηρό ένα ζευγάρι παπούτσια.

-Μπράβο, λέει ο Σεβταλής, και παίρνει το βιβλίο του μέτρου τη μεζούρα και το μολύβι, και πήγε να πάρει του Σωτηρό τα μέτρα.

Αφού του πήρε τα μέτρα, έπειτα μετράει ο Σεβταλής με τη μεζούρα και τι να δει: 44 νούμερο. Απόρησε ο άνθρωπος. Κάνει το λογαριασμό και σκέφτεται. Κανονικά έπρεπε να πάρει όσα γρόσια έπαιρνε για τους μεγάλους. Και λέει στο μπαμπά του παιδιού ότι θα στοιχίσουν 150 γρόσια. Όταν το άκουσε ο Μπάρμπα – Δημητρός, απόρησε, σαν να του κατέβηκε νταμπλάς και λέει:

-Βρε Σεβταλή μου, τόσο πολλά θα κοστίσουν του Σωτηρού τα παπουτσόπλα;

-Ναι, λέει ο Σεβταλής, γιατί το Σωτηρό έχει ποδάρια μεγαλύτερα και απ

Οι μαθητευόμενοι τεχνίτες στην παλιά Τρίγλια

(αυτοί που πήγαιναν να μάθουν τέχνη στην παλιά Τρίγλια)

Οι σημερινοί νέοι μπορούν κάλλιστα να μάθουν μια τέχνη. Υπάρχουν σήμερα όλα τα μέσα για να μάθει μια ειδικότητα ένας νέος, ενώ στα δικά μας τα χρόνια ήτο πολύ δύσκολο ένα παιδί να μάθει μια τέχνη. Τώρα βέβαια υπάρχουν πολλές τέχνες που μπορεί ένας νέος να απασχοληθεί, ενώ τότε ήσαν μόνο τρεις οι τέχνες: ήτο η κουντοροσύνη (τσαγκαρική), η ραπτοσύνη και η μαγκαροσύνη.

Λοιπόν, αν πήγαινε τότε ένα παιδί να μάθει μια τέχνη από δαύτες έπρεπε να δουλεύει δωρεά 6-7 χρόνια στο αφεντικό, να του κόβει ξύλα για τη σόμπα του σπιτιού, να κουβαλά τα ψώνια στο σπίτι του αφεντικού, να φορτώνει το μερκέπι (γαϊδούρι), τις κούφες  με φουσκή (κοπριά) και να την πηγαίνει στο κτήμα του αφεντικού να την αδειάζει, δηλαδή δουλειές πολλές και βαριές άσχετα προς το επάγγελμα, ακόμα σου δίνανε και το μωρό να συργιανάς.

Μας έλεγε κάποιος που δούλευε τσιράκι (παραγιός) σ’ένα κουντουράδικο της παλιάς Τρίγλιας «για να απαλλαχθώ από το μωρό που μου δίνανε καθημερινά να το νταντέβω-συργιανώ, σκέφτηκα μια ιδέα να το τσιμπώ στον πισινό για να κλαίει και την άλλη μέρα μπλίς το φέρνανε να μου το πασάρουν από μακριά το μωρό έβαζε τις φωνές, δεν ήθελε να ‘ρθει στην αγκαλιά μου και έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο απαλλάχθηκα απ’ αυτό το χουσμέτι (δουλειά) και βρήκα την ησυχία μου.

Αυτά τραβούσαν τότε οι νέοι που πήγαιναν να μάθουν μια τέχνη, τον περισσότερο έκαναν δουλειές δούλου και δούλος χωρίς πληρωμή. Ενώ τώρα οι νέοι άνθρωποι θα πάνε ένα  ολίγο χρονικό διάστημα και μετά θα πληρώνονται βέβαια ως μαθητευόμενοι. Εν τω μεταξύ, δουλεύουν βέβαια και στον κλάδο τον οποίον ανήκουν και παρακολουθούν να μάθουν, όχι να πας για τέχνη και να γίνεσαι χαμάλης.