Στίς 23 Ἰουλίου 1943 οἱ Βούλγαροι μπῆκαν στήν Ἀρναία. Οἱ Γερμανοί παρέδωσαν τή Χαλκιδική στούς Βούλγαρους. Οἱ Χαλκιδικιῶτες ἦταν ἀνάστατοι, διότι ἤδη οἱ Βούλγαροι εἶχαν κάνει τά ἐγκλήματα στή Δράμα καί στήν Καβάλα. Οἱ Βούλγαροι εἶχαν σκοπό νά μποῦν στό Ἅγιον Ὄρος καί θά γινόταν μεγάλος χαλασμός. Ἐκείνη λοιπόν τήν ἡμέρα πού ἔμπαιναν οἱ Βούλγαροι ἐμφανίσθηκε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς στόν Γκόμπελο, σέ τοποθεσία κοντά στό Μοναστήρι.

Ἐμφανίσθηκε σέ μιά εὐλαβεστάτη Χριστιανή, τή Σουζάνα Τρικαλιώτη, σύζυγο τοῦ Βασιλείου πού εἶχε τρία κορίτσια καί ἕνα ἀγόρι. Τόν ἄνδρα της τόν εἶχαν συλλάβει οἱ Βούλγαροι, ἐνῶ δούλευε στά ξύλα στή Βόρεια Μακεδονία καί τόν κρατοῦσαν ὅμηρο στό Μπέλλες.

Ἡ κυρά – Σουζάνα, εἶχε πάει στό κῆπο της, ὅπου εἶχε βγάλει πατάτες. Ἦταν νύχτα ἀκόμη, ὅταν πῆγε. Ἀφοῦ δούλεψε, ἐνῶ ἦταν ἔτοιμη νά φύγη, βλέπει ἕνα φῶς. Προχώρησε πρός τό μέρος τοῦ φωτός καί βλέπει ἕνα καλόγερο καθισμένο μέ ἄσπρα μαλλιά.

Ἄχ τί γέρος εἶναι αὐτός! Εἶπε καί ἔμασε ἡ ψυχή της.
-Ἔλα, μή φοβάσαι, τῆς λέει. Εἶμαι ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς. Σήμερα μπαίνουν οἱ Βούλγαροι στήν Ἀρναία. Μή φοβᾶσθε, θά σᾶς φυλάξω ἐγώ, δέν θά πάθετε τίποτα, θά περάσουν οἱ Βούλγαροι καί ἄλλα ἔθνη, δέν θά σᾶς βλάψουν.

Ἦταν καθισμένος κάτω ἀπό μιά καστανιά καί εἶχε ἕνα ντορβά πού στίς τέσσερις μεριές εἶχε μπλέ ὕφασμα καί κόκκινα σταυρουδάκια.

Στή συνέχεια τῆς ἔδωσε ἕνα ἀντίδωρο. Ἡ κυρά -Σουζάνα τοῦ ζήτησε καί γιά τά παιδιά της καί ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε:

-Ἀντίδωρα γιά τά παιδιά σου θά βρεῖς πάνω ράφι στό τζάκι στό σπίτι. Καί ἐξαφανίσθηκε.

Πραγματικά κατεβαίνοντας ἡ κυρά-Σουζάνα ἀπό τόν Γκόμπελο, οἱ Βούλγαροι ἔμπαιναν ἀπό τὸ Στανό στήν Ἀρναία. Ὅταν πῆγε στό σπίτι της βρῆκε πάνω στό τζάκι τέσσερα ἀντίδωρα γιά τά παιδιά της.

Ὁ Ἅγιος ἐμφανίσθηκε ἐπανειλημμένα στήν κυρά-Σουζάνα. Μιά φορά τῆς ζήτησε νά κάνη Λειτουργία.

Πῆρε τήν γειτόνισσά της, τήν κυρά-Τασά Ξύστρου καί ἔκαμαν “ἀκοίμητη Λειτουργία” ὅπως λένε στήν Ἀρναία. Ζύμωσαν πρόσφορο ὅλη τή νύχτα καί τό πρωΐ πῆγαν στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε Θεία Λειτουργία.

Σέ μιά ἐμφάνισή του ὁ Ἅγιος ζήτησε ἀπό τήν κυρά-Σουζάνα νά κάνει εἰκονοστάσι καί νά ἀνάβει κανδήλι στό μέρος πού τόν βρῆκε. Ἐκείνη πήγαινε κάθε μέρα χωρίς νά τήν παίρνουν εἴδηση οἱ φύλακες. Τότε ἡ Ἀρναία ἦταν περιτριγυρισμένη μέ συρματόπλεγμα καί γιά να βγεῖ κανείς ἔπρεπε νά πάρει ἄδεια ἀπό τήν Ἀστυνομία καί στή συνέχεια νά περάση ἀπό τούς φρουρούς πού φύλαγαν. Ἐκείνη ἔβγαινε, ἔμπαινε δέν τήν ἔβλεπαν,. Οὔτε οἱ ἀντάρτες πού ἦταν πάνω στά βουνά τήν πείραξαν. Σέ ἄλλη ἐμφάνισή του προέβλεψε τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἄνδρα της.

-Σέ δύο μῆνες ὁ ἄνδρα σου θά γυρίση.

Τό 1952 ὁ Ἅγιος ζήτησε νά κτισθεῖ στό χῶρο ἐμφανίσεώς του Παρεκκλήσι. Ἡ κυρά-Σουζάνα συνοδευόμενη ἀπό τή δασκάλα Χρυσή Καραμίχου πῆγε στόν Μητροπολίτη Κυπριανό καί τοῦ ἀνέφερε τήν ἐντολήτοῦ Ἅγίου. Ἐκεῖνος ὅμως δέν τίς πίστεψε. Τή νύχτα τοῦ ἐμφανίσθηκε Ἅγιος καί τόν φοβέρισε. Τό πρωΐ ἔδωσε ἐντολή νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες. Συγκεντρώθηκε ὁ κόσμος στόν Ἅγιο Στέφανο καί τούς εἶπε ὅτι ἔπρεπε νά πᾶνε ἐπάνω στόν Γκόμπελο καί νά κτίσουν Παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στό χῶρο τῆς ἐμφανίσεώς του. Πῆγε ὁ Δεσπότης καί ὁ Κων/νος Νερατζιᾶς καί συνεννοήθηκαν, πῶς νά κτισθῆ τό ἐκκλησάκι.

Ἐπί Ἀρχιερατείας Μητροπολίτου Κυπριανο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη του κάθε Λαμπροπαρασκευή, πού καταργήθηκε ὅμως τό 1960.

Μέ τήν εὐλογία τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτου κυροῦ Νικοδήμου τά τελευταῖα χρόνια γιορτάζει στίς 23 Ἰουλίου στόν Τόπο ἐμφανίσεως καί στίς 24 Αὐγούστου στήν Ἱερά Μονή μέ περισσότερο μεγαλοπρέπεια. Στήν προηγούμενη διήγηση προσθέτουμε καί τίς προσωπικές μαρτυρίες τῶν θυγατέρων τῆς κυρά – Σουζάνας, κα Μαρίας, Κυριακῆς καί Μαγδαληνῆς, οἱ ὁποῖες προσέθεσαν καί τά ἐξῆς: «Ὅταν ἦρθε ἡ μητέρα μας στό σπίτι καί ἀντίκρυσε πάνω στό τζάκι τά ἀντίδωρα, ἄρχισε νά φωνάζει καί νά κάνει τόν σταυρό της. Ἡ θεία Παναγιώτα ἡ Ξύστρου, πού ἔμενε πάνω ἀπό μᾶς, κατέβηκε καί τή ρώτησε τή ἔχει. Τῆς εἶπε τί ἔγινε καί τῆς ἔδειξε τά ἀντίδωρα.

Ἐν τῷ μεταξύ ξύπνησε κι ἐμᾶς πού ἀκόμα κοιμόμασταν.

Κάθε Κυριακή πήγαινε νύχτα στό μπαχτσέ καί πότιζε, μετά ἐρχόταν μᾶς ξυπνοῦσε, μᾶς ἔντυνε καί πηγαίναμε στήν Ἐκκλησία.

Ἐκείνη τήν Κυριακή μᾶς ἔδωσε ἀπό τό ἀντίδωρο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ καί δέν πήγαμε Ἐκκλησία. Ἦταν πολύ ἀναστατωμένη.

Ἐκεῖ πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία στήν Παναγούδα, στεκόνταν οἱ Γερμανοί καί ζητοῦσαν ταυτότητες. Ἐκείνη περνοῦσε καί δέν τῆς ζητοῦσαν ταυτότητα.

-Ἔλα, ἔλα πέρνα, κυρά μου τῆς ἔλεγαν. Ἄλλες φορές δέν τήν ἔβλεπαν καθόλου σάν νά ἦταν ἀόρατη. Οὔτε οἱ ἀντάρτες πού κυκλοφοροῦσαν ἐδῶ τήν ἔβλεπαν.

-Θά πᾶς ἐκεῖ σ’ ἐκείνο τό δένδρο καί θά βρεῖς μιά εἰκόνα μου. Θά τήν πάρεις, θά βάλεις καντηλάκι καί θά τό ἀνάβεις, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος.

-Πήγαινε στήν ἀγορά κάτω νά δεῖς τό πόδι τῆς συντρόφισσας πού πάτησε τήν εἰκόνα μου. Εἶναι καμμένο ἀπό κάτω».

Πραγματικά τό Ἐκκλησάκι κτίσθηκε. Παραγγέλθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίο, τήν ὁποία πῆγαν μέ λιτανεία μέ τά πόδια στό Ἐξωκκλήσι.

Πηγή: instagira.gr