ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΣΟΥΦΛΑΡΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

Όμως, πριν ακόμη οργανωθούν και μπουν σε λειτουργία οι υπηρεσίες της ΕΑΠ,

το ελληνικό κράτος από την άνοιξη του 1923 άρχισε το έργο την αποκατάσταση με

την εγκατάσταση προσφυγικών ομάδων πρόχειρα μέχρι τότε στεγασμένων, σε χωριά

Τούρκων που προορίζονταν για την ανταλλαγή. Έτσι μέχρι την πραγματοποίηση της

ανταλλαγής μεσολάβησε ένα διάστημα συμβίωσης προσφυγικού και τουρκικού πληθυσμού

κατά το οποίο οι Τούρκοι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να συμπτυχτούν στα μισά σπίτια του χωριού,

ενώ τα άλλα μισά παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός Τριγλιανού (Σ. Σγουρή) που αρχικά εγκαταστάθηκε σ’ ένα

τουρκοχώρι της Κοζάνης, το Χατζηράνι (σήμερα Μεσιανή), οι Τούρκοι υποχρεώθηκαν

επίσης να παρέχουν καθημερινά ψωμί, φαγητό και ξύλα και κάβε μήνα δεκαπέντε δρχ.

Για τις ανάγκες των προσφύγων επιτάχθηκαν ακόμη τα ζώα με αναλογία 60 προς 40

καθώς και οι σοδειές στην ίδια αναλογία. Το φθινόπωρα του 1923, όλα τα χωράφια

δόθηκαν στους πρόσφυγες, γιατί οι Τούρκοι  έφευγαν με την ανταλλαγή στις αρχές

του 1924 και πάλι όμως ήταν οι Τούρκοι που έσπειραν γιατί η καλλιέργεια ήταν δημητριακών

ήταν εντελώς άγνωστη στους πρόσφυγες και ιδιαίτερα τους Μικρασιάτικες).

Παράλληλα με την εγκατάσταση σε τουρκοχώρια το ελληνικό κράτος μεριμνούσε για τη

δημιουργία νέων συνοικισμών είτε καθαρά προσφυγικών είτε προσαρτημένων σε ήδη

υπάρχοντες συνοικισμούς εντόπιων. Για την συγκρότηση αυτών των συνοικισμών. συγκεντρώνονταν

πρόσφυγες που προέρχονταν από το ίδιο χωριό ή τουλάχιστον την ίδια περιοχή, μια που ήταν πολύ δύσκολο να ξαναστηθεί ένα χωριό με το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του.

γιατί οι συγχωριανοί είχαν διασκορπιστεί αναζητώντας την πιο υποφερτή εγκατάσταση.

Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αν λάβουμε υπ’ όψη τη σημασία που

Είχε για  τους ‘Έλληνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας η οργάνωσή τους σε κοινότητες

με σχετική αυτονομία και τη λειτουργία τους ως μηχανισμοί! δημιουργίας κοινωνικής συνείδησης.

Η επιλογή του τόπου έπρεπε να γίνει με βασικό κριτήριο τις ασχολίες της προσφυγικής ομάδας

στην παλιά πατρίδα. έτσι ώστε ο καινούργιος τόπος εγκατάστασης να προσφέρει την δυνατότητα

για παρόμοιες ασχολίες. Αντιπρόσωποι διαφόρων ομάδων επισκέπτονταν κάποιες περιοχές και υποδείκνυαν μία στο υπουργείο Γεωργίας, που μετά από σχετική έρευνα αποδεχόταν ή την

απέρριπτε την, έκταση ανάλογη με την ποιότητα του εδάφους,

το είδος της εκμετάλλευσης, τις ανάγκες της μελλοντικής κοινότητας και που υπήρχε

διαθέσιμο. Ένας παράγοντας που δυσχέρανε τη συντόμευση όλων αυτών των διαδικασιών

ήταν και η αντίδραση που εκδηλωνόταν συχνά από την πλευρά των αυτοχθόνων κατοίκων,

που θεωρούσαν την εγκατάσταση των προσφυγών στον τόπο τους επιζήμια για τα δικά τους

συμφέροντα. Σημαντικό ρόλο στην επιλογή του τόπου ίδρυσης της Ν. Τρίγλιας έπαιζε

ο Τριγλίανός μητροπολίτης Κομπανίας Διόδωρος Κάρατσης, πρόεδρος της «κεντρικής

επιτροπής εκκλησιαστικής επαρχίας Προύσης» με έδρα την Θεσσαλονίκη. Αρχικά έγινε η

πρόταση για τη δημιουργία μιας νέας πατρίδας που θα συσπείρωνε όλους τους πρόσφυγες

της εκκλησιαστική περιφέρειας Προύσας και θα είχε το όνομα <Νέα Προύσα».

Ος τόπο εγκατάστασης μια αντιπροσωπεία που έκανε σχετική έρευνα στα παράλια της

Χαλκιδικής προσδιόρισε την θέση Καργί – λιμάνι (σήμερα Νέα Μουδανιά η περιοχή

προσφερόταν ιδιαίτερα, γιατί καλυπτόταν από ελαιοκτήματα του Χατζή  Οσμάν με 32.000

ελιές, απασχόληση οικεία στους πρόσφυγες από την περιφέρεια της Προύσας.

 

Η παντελής όμως έλλειψη νερού και η ύπαρξη μεγάλων εκτάσεων με έλη σταμάτησε

αρχικά την εγκατάσταση εκεί προσφύγων.

Στην συνεχεία μια επιτροπή Τριγλιανών υπέδειξε ως τόπο ίδρυσης την Ν. Τρίγλια

στη θέση Σανηλάρι, 12 χλμ. βορειοδυτικά του όρμου Καργί – λιμάνι.

Η περιοχή ήταν τσιφλίκι που ανήκε στις μονές Βατοπεδίου και Εσφρυγμένου Αγίου Όρους

και καλλιεργούνταν από 30 – 40 οικογένειες γηγενών που ήταν εκεί εγκατεστημένοι.

Αυτοί χρησιμοποιούσαν, για την καλλιέργεια αποκλειστικά δημητριακών μια ορισμένη

περιοχή κάβε χρόνο λόγω της μεγάλης έκτασης του τσιφλικιού κι απέδιδαν στις μονές

το 60% της παραγωγής τους.

Εκτός από το Σουφλάρι στην περιοχή υπήρχαν και κάποια άλλα μικρά χωριά η Πορταριά οι 120 οικογένειες της καλλιεργούσαν το τσιφλίκι του Μιχαήλ – Μπέη), ο Άγιος Μάμας,

τα Βρωμόσυρτα και ο Καράτεπες (τουρκοχώρι). Οι Τριγλιανοί δεν εγκαταστάθηκαν

στην παραλία παρά το γεγονός ότι προέρχονταν από παραθαλάσσιο χωριό αλλά

προτίμησαν να φτιάξουν το συνοικισμό τους δίπλα σ’ αυτό των ντόπιων (5 χλμ. μακριά

από τη θάλασσα), γιατί εκεί υπήρχε ένα παντοπωλείο απ’ όπου μπορούσαν να προμηθευτούν τα απαραίτητα και άφθονο πόσιμο νερό από μια δημόσια βρύση.

Η ύπαρξη δηλαδή κάποιων κατοίκων εκεί πριν από αυτούς έκανε την εγκατάστασή τους

Εκεί πιο βιώσιμη, απ’ ότι θα ήταν δίπλα στη θάλασσα, όπου η περιοχή ήταν εντελώς

ακατοίκητη και έλλειπε και το νερό. Για τη στάση των ντόπιων απέναντι στους πρόσφυγες οι απόψεις των πληροφορητών (που είναι όλοι πρόσφυγες) διίστανται προφανώς

ανάλογα με τις εμπειρίες του καθένα. Γενικά πάντως φαίνεται ότι, χωρίς να δουν με

ιδιαίτερη συμπάθεια την εγκατάσταση κάποιων ξένων» στη δική τους περιοχή, δεν

τους προκάλεσαν κανένα σημαντικό πρόβλημα, όπως πιθανόν έγινε στην εγκατάσταση

των Μουδανιών στο Καργή – λιμάνι, κατά τη διάρκεια της οποίας η περιοχή έπιασε

δυο φορές φωτιά, που από τους πρόσφυγες αποδόθηκε σε ενέργεια Αγιομαμιτών.

Οι πρώτες 25 οικογένειες Τριγλιανών που έφτασαν στο Σουφλάρι (καλοκαίρι 23)

από τη Θεσσαλονίκη (απόσταση 70 χλμ.) μετά από ένα ταξίδι που κράτησε τρεις

μέρες λόγω της άθλιας κατάστασης των δρόμων, εγκαταστάθηκαν σε αντίσκηνα.

Ο αριθμός αυτός αυξανόταν συνεχώς καθώς ερχόντουσαν κι άλλοι που είχαν βρεθεί

σε διάφορα λιμάνια και πληροφορούνταν για τις προσπάθειες για το ξαναστήσοιμο του

χωριού. Οι συνθήκες ζωής αυτών των πρώτων οικογενειών ήταν δύσκολες είναι εύκολα

κατανοητό άθλιες  σαφώς μάλιστα στα αντίσκηνα παρέμειναν και κατά τη διάρκεια του

χειμώνα του 1924. Η σίτιση τους ήταν ανεπαρκής, παρά το γεγονός ότι τους μοίραζαν

κάποια τρόφιμα κάθε μήνα (ζωάρκεια). Πρόσθετο πρόβλημα οι βδέλλες που λόγω της

κακής κατάστασης των σωληνώσεων περιείχε το νερό και που κατάπιναν άνθρωποι και ζώα.

Αλλά το πιο σημαντικό ήταν και πάλι το πρόβλημα της ελονοσίας.

Η ασθένεια ήταν αρκετά διαδεδομένη στην περιοχή, αν και δεν υπήρχαν μεγάλα έλη

(παρά μόνο στο Καργή · λιμάνι». Οι κάτοικο στο Σουφλάρι είχαν ελονοσία.

Ήταν όμως εγκλιματισμένο και συνηθισμένοι, κατά κάποιο τρόπο, στην αρρώστια

και γνώριζαν να την αντιμετωπίζουν στοιχειωδώς. Οι Τριγλιανοί πρόσφυγες ήταν

εντελώς αμόλυντοι, γεγονός που μαζί με την κακή διαβηωσιτους επιδείνωσε ιδιαίτερα

την κατάσταση. Η ελονοσία σ’ αυτούς πήρε τις πιο άγριες μορφές

(παγετώδεις μορφές κλπ.). Η ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη και ακόμη και η

στοιχειώδης παροχή κινίνης, που ήταν το μοναδικό φάρμακο για θεραπεία

και πρόληψη, ήταν ανεπαρκής. Το γεγονός αυτό οφειλόταν κυρίως στη δυσκολία

για τη μετάβαση στη Θεσσαλονίκη και την προμήθεια φαρμάκων (7. 8 ώρες με άλογο).

Αλλά και γενικότερα στα χρόνια αυτά μέχρι το1925. υπήρχε στην Ελλάδα έλλειψη κινίνης

με κύριο αίτιο τις περιορισμένες εισαγωγές.

Το 1923 αναλογούσαν για κάθε ασθενή 2 και μόνο  δισκία κινίνης την εβδομάδα.

Παρατηρήθηκε τότε ως συνέπεια της ανεπάρκειας αύξηση της τιμής της κινίνης

και η διάδοση χύμα κινίνης νοθευμένης, που περιείχε το μισό τις κανονικής δόσης

ή και καθόλου, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του κόσμου στην

αποτελεσματικότητα του φαρμάκου κάτι για το οποίο είχαν προσπαθήσει πολύ

οι υγειονομικές υπηρεσίες τα προηγούμενα χρόνια . Για την αντιμετώπιση της

νοθείας προτάθηκε με υπόμνημα της υγειονομικής υπηρεσίας προς την

Ε.Α.Π. (30 Γενάρη 1924 η μετουσίωση της χύμα κινίνης σε δισκία.

Στη μορφή αυτή ήταν πιο δύσκολη η νοθεία, ενώ ταυτόχρονα γίνονταν πιο

3

εύληπτη και μάλιστα σε δόσεις ακριβέστερα προσδιορισμένες.

Ευτυχώς για τους Τριγλιανούς ήρθε στην περιοχή κι ανέλαβε την ιατρική

παρακολούθησή τους, ο συμπατριώτης τους γιατρός Απόστολος Τσίτες,

μετά από πρόταση του μητροπολίτη Διόδωρου. Ο γιατρός έφερε μαζί του και

κάποια φάρμακα και μια ποσότητα κινίνης χύμα που την παρασκεύαζε ο ίδιος

σε δισκία. Για τις ανάγκες όμως της περιοχής απαιτούνταν μεγαλύτερες ποσότητες.

Με εισήγηση τότε του γιατρού στον προϊστάμενο της διεύθυνσης περίθαλψης

Φωκίωνα Κοπανάρη έγιναν διανομές κινίνης σε δισκία και διορίσθηκαν ένας

φαρμακοποιός και δύο νοσοκόμοι.Συνεχίζεται…

Της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΛΑΡΑΚΗ

Επεξεργασία: Κοκκαλάς Αλέκος

Mε μεγάλη χαρά πήραμε την εργασία της νεαρής φιλολόγου Θεοδώρας Γλαράκη,

από τη Νέα Τρίγλια, που αφορά στην εγκατάσταση των Τριγλιανών στη σημερινή Νέα

Τρίγλια. Πρόκειται για την εργασία που κατέθεσε στη Φιλοσοφική Σχολή του

Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Απ’ ότι μέχρι τώρα ξέρουμε είναι η πρώτη

φορά που η ιστορία των Τριγλιανών γίνεται αντικείμενο επιστημονικής επεξεργασίας.

Παραθέτουμε ένα τμήμα από την εργασία και ευχόμαστε να υπάρξουν σύντομα

κι άλλες παρόμοιες.