Α. Εισαγωγή

Το φθινόπωρο του 1853, η είδηση περί κήρυξης πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ρωσία χαροποίησε τους Έλληνες. Συγκεκριμένα, ομάδες ενόπλων πέρασαν τα σύνορα και, άρχισαν να αναπτύσσουν δράση στις βόρειες περιοχές της Ελλάδος, οι οποίες ήταν υπόδουλες.

 Η κοινή γνώμη ήταν ρωσόφιλη, ενώ, ακόμη και ο ίδιος ο Όθων ήταν πεπεισμένος για νίκη της Ρωσίας, με ταυτόχρονη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[1] Επίσης, ορισμένοι από τους κορυφαίους υπουργούς είχαν συνταχθεί υπέρ της Ρωσίας. Παράλληλα, η κοινή γνώμη είχε επηρεαστεί από την «γραμμή» του ρωσόφιλου εντύπου «Αιών», που εξέδιδε στην Αθήνα ο Ι. Φιλήμονας.

Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861), ήταν Αγωνιστής - οπλαρχηγός στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, που έδρασε στην περιοχή της Νάουσας κα αργότερα υπασπιστής του ΄Όθωνα
Ο Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος (1798-1861), ήταν Αγωνιστής – οπλαρχηγός στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, που έδρασε στην περιοχή της Νάουσας κα αργότερα υπασπιστής του ΄Όθωνα

Παρά τον γενικό παροξυσμό, υπήρχαν ορισμένοι, οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με τις κινητοποιήσεις αυτές, διότι φοβόντουσαν ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες θα απέβαιναν μοιραίες για την Ελλάδα. Μία από αυτές τις φωνές υπήρξε ο υπουργός Οικονομικών Δ. Χρηστίδης, ο οποίος επί ματαίω προσπαθούσε να συνετίσει τους ρωσόφιλους συναδέλφους του.

Οι αξιώσεις της Ελλάδος, ουσιαστικά, αποτελούσαν τους ευσεβείς πόθους του Όθωνα και πολλών εκ των υπηκόοων του. Υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες, που ήδη είχε καταστεί γνωστό τοις πάσι, πως, ήταν αδύνατο να ξεπεραστούν. Ξεκινώντας την απαρίθμηση, ας σημειωθεί ότι η Αγγλία και η Γαλλία συμμάχησαν με τον σουλτάνο, έχοντας παράλληλα την υποστήριξη της Αυστρίας. Επιπλέον, η Ρωσία έβλεπε το μικρό ελληνικό βασίλειο όχι ως ισότιμο κοινωνό, αλλά σαν μία «εστία» αντιπερισπασμού έναντι των άλλων Μ. Δυνάμεων. Ακόμη, η Ελλάδα δεν διέθετε τακτικό στρατό, συνεπώς, ήταν φύσει αδύνατο να αντιμετωπίσει επιτυχώς τον οργανωμένο στρατό των Τούρκων. Συγκεκριμένα, ο στρατός του έθνους απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από άτακτους οπλοφόρους και ληστές. [2]

Ο Όθωνας σε νεαρή ηλικία
Ο βασιλιάς Όθωνας σε νεαρή ηλικία

Β. Η εξέγερση του Τσάμη Καρατάσου

    Στις εξεγέρσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την εποχή εκείνη στην Βόρεια Ελλάδα, πρωταγωνιστές υπήρξαν πρόσφυγες παλαίμαχοι αγωνιστές του 1821, όπως ο Λ. Βέϊκος στην Ήπειρο και ο Θ. Ζιάκας στην Θεσσαλία και την Δ. Μακεδονία. Εκτός αυτών, σημαντικό «ρόλο έπαιξαν» γόνοι ηρώων του ’21, όπως για παράδειγμα οι Σπυρίδων Γ. Καραϊσκάκης και Τσάμης (Δημήτριος) Καρατάσος, ο οποίος ήταν γιος του πρώην αγωνιστή Αναστασίου Καρατάσου.

Ο Τσάμης Καρατάσος (1799- 1860) αποτελεί γνωστή φυσιογνωμία στην ιστορία της Μακεδονίας. Αρχικά, είχε διακριθεί κατά την αποτυχημένη εξέγερση του 1822 στην Νάουσα. Μετά την επανάσταση του 1821, υπήρξε επιφανές στέλεχος των μη καποδιστριακών πολιτικών. Το 1831, συγκροτεί τάγμα, το οποίο αντιμετώπισε στην Αταλάντη τις δυνάμεις του Αυγουστίνου Καποδίστρια, αδερφού του κυβερνήτη. Οι δυνάμεις του Καρατάσου συνετρίβησαν και, ο ίδιος κατέφυγε στην Ύδρα, δίπλα στους Κουντουριώτη και Κωλέττη. Επί αντιβασιλείας, φυλακίστηκε στο Ναύπλιο, από όπου απελευθερώθηκε το 1835. Το 1839, ο Καρατάσος διακρίνεται και στην «άτυχη» επανάσταση, που έλαβε χώρα στην Θεσσαλομαγνησία. Λίγα χρόνια μετά, (1843) εκλέγεται βουλευτής και υπασπιστής του βασιλιά (1844).

Ο Καρατάσος θεωρούσε ότι η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν σίγουρη, αν γινόταν συνένωση των υπόδουλων χριστιανών. Γι’ αυτό, το 1854, επηρεασμένος από την πεποίθησή του αυτή και  το γενικότερο «κλίμα» της εποχής, κηρύττει την επανάσταση στην εμπειροπόλεμη Χαλκιδική και, στην περιοχή του Αγίου Όρους. [3]  Ορισμένοι μοναχοί, αλλά και τοπικοί πρόκριτοι, είχαν ενημερωθεί για την άφιξή του στην Χαλκιδική, διότι ο Καρατάσος διατηρούσε αρκετές επαφές στην ευρύτερη περιοχή. Ήδη, από το 1835, γνώριζαν ότι  ζούσε στις Σποράδες, πρόσφυγας, όπου συγκροτούσε στρατιωτικά σώματα, με στόχο την απελευθέρωση υπόδουλων περιοχών.

Στις 6 Απριλίου 1854, ο Καρατάσος αποβιβάζεται, συνοδευόμενος από  δύναμη 500 ανδρών, σε όρμο της Σιθωνίας. Στη συνέχεια, σημείωσε επιτυχίες επί των Τούρκων στα Ορμύλια και τη Συκιά. Συγχρόνως, απευθυνόταν- επανειλημμένα- στους Αγιορείτες μοναχούς, με σκοπό την εξασφάλιση της στήριξής τους.

 Οι επιτυχίες του στην Χαλκιδική προκάλεσαν αντιδράσεις στην Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα, και ενώ στην Αθήνα είχε επιβληθεί ναυτικός αποκλεισμός από στόλους των Μ. Δυνάμεων, ο Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης διέταξε ένα πολεμικό πλοίο να «χτυπήσει» τις δυνάμεις του Καρατάσου. Πράγματι, το γαλλικό πλοίο “Le Heron” εντόπισε τον μικρό στόλο στη Σιθωνία και, βούλιαξε το πλοίο με τα πυρομαχικά, καθώς και πολλά βοηθητικά πλοιάρια. Την ίδια εποχή, έγινε γνωστή και η σφαγή 27 Ελλήνων προκρίτων στον Πολύγυρο από την τουρκική διοίκηση (20 Απριλίου 1854).

Τα γεγονότα αυτά «κλόνισαν» την πίστη των γηγενών κατοίκων και των Αγιορειτών μοναχών για επιτυχία της εξέγερσης. Παρά τα καίρια πλήγματα, ο Καρατάσος συνέχισε να εξαπολύει επιθέσεις στις τοπικές φρουρές. Επιπροσθέτως, λίγο πριν το τέλος, συγκρότησε και οργάνωσε ισχυρή δύναμη στην Κούμιτσα, περιοχή κοντά στην Ιερισσό. Οι Αγιορείτες μοναχοί, αν και ο Μακεδόνας οπλαρχηγός ζήτησε για μία ακόμη φορά την συνδρομή τους, αρνήθηκαν, επειδή θεωρούσαν δεδομένη την αποτυχία του εγχειρήματος.

Η μάχη της Κούμιτσας (28 Μαΐου 1854) υπήρξε καθοριστική. Τα στρατεύματα του Καρατάσου ηττήθηκαν, αν και αντιμετώπισαν με γενναιότητα τους Οθωμανούς, οι οποίοι υπερείχαν αριθμητικά και ποιοτικά. Μετά τη μάχη, ο ηττημένος Μακεδόνας αρχηγός υποχώρησε μέσα στο Άγιον Όρος (Ιούνιος 1854). Εκεί, μετά από πιέσεις Βρετανών και Γάλλων, μεταφέρθηκε με τα «υπολείμματα» της στρατιωτικής του δύναμης στην Χαλκίδα. Τη μεταφορά τους ανέλαβε ένα γαλλικό πλοίο.

Το 1859, ο Καρατάσος φεύγει για την Ιταλία. Εκεί, πολέμησε στον απελευθερωτικό αγώνα της χώρας αυτής και, στη συνέχεια επισκέφθηκε την Γαλλία, την Ρωσία, τη Ρουμανία και τη Σερβία έχοντας έναν διττό στόχο: Αφενός, να πείσει τις Μ. Δυνάμεις της Ευρώπης για να υπάρξει εκ μέρους τους ευνοϊκή στάση για την Μακεδονία και, αφετέρου, να ενώσει κατά των Οθωμανών όλους τους Βαλκάνιους.

Πέθανε το 1860 στο Βελιγράδι, ενώ, βρισκόταν σε συζητήσεις με τον Μιχαήλ Ομπρένιοβιτς.

Βιβλιογραφία

Βακαλόπουλος, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος. Επίτομη Συνθετική», εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη.

Βερέμης, Α. & Κολλιόπουλος, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα.

Εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή», Αθήνα.

Κολλιόπουλος, Ι.Σ. (1977) «Ληστές της Κεντρικής Ελλάδας στα μέσα του 19ου αιώνα» (διδ. Διατριβή), Θεσσαλονίκη.

«Μακεδονία: 4000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού» (συλλογικό), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.

Παπαδόπουλος, Σ. (1970) «Οι επαναστάσεις του 1854 και 1878 στην Μακεδονία», Θεσσαλονίκη.

Woodhouse, C. M. (1999) «Η ιστορία ενός λαού: Οι Έλληνες από το 324 ως σήμερα»– μτφ. Λ. Στεφάνου, εκδ. Τουρίκη, Γέρακας Αττικής.

Τσάμης Καρατάσος (1799-1860)

[1] ) Βλ και Βερέμη, Α. & Κολλιόπουλου, Ι.Σ. (2005) «Ελλάς, η σύγχρονη συνέχεια»

[2] ) Βλ και Κολλιόπουλου, Ι. Σ. (1977) «Ληστές της Κεντρικής Ελλάδος στα μέσα του 19ου αιώνα»

[3] ) Βλ και Βακαλόπουλου, Κ. (2004) «Ιστορία της Ελλάδος: Επίτομη- συνθετική»

Πηγή: eranistis.net