Αφήγηση: ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΥΤΣΟΥΠΗ- ΓΚΑΤΖΙΩΝΗ
Κείμενο: Θεολογία Κουτσούπη
Δημοσιεύθηκε στο 7ο τεύχος του Κυττάρου, σ. 6.
*****************************
”Είναι ένα γλυκό απομεσήμερο στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2011. Η μέρα ζεστή και ο ήλιος λαμπερός. Καθόμαστε με τη μητέρα μου στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού και πίνουμε τον απογευματινό μας καφέ συζητώντας διάφορα. Σε μια στιγμή το βλέμμα της πέφτει στον ορίζοντα προς τη δύση, όπου αρχίζουν να συγκεντρώνονται απαλά συννεφάκια, προμήνυμα ίσως κάποιας βροχής στις επόμενες μέρες. Αμέσως το ενδιαφέρον της στρέφεται σ’ αυτά και στο επικείμενο πανηγύρι.

– Ποιος ξέρει, θ’ αφήσει φέτος ο καιρός να γίνει το πανηγύρι της Παναγούδας; Αναρωτιέται φωναχτά.
– Στο δελτίο καιρού της ΕΤ3 πριν λίγες μέρες είπε ότι πιθανόν γύρω στις 8 Σεπτέμβρη να έχουμε βροχές και πτώση θερμοκρασίας, συμπληρώνω.

Και η συζήτηση αρχίζει πια να περιστρέφεται γύρω από το πανηγύρι μας. Στον κόσμο που έρχεται κάθε χρόνο όλο και περισσότερος, στις εκδηλώσεις και στα φαγητά, κλασικά κρέας με κριθαράκι και ρεβίθια τις αρτύσιμες μέρες ή χταπόδι με ρύζι και ρεβίθια όταν πέφτει Τετάρτη ή Παρασκευή.

Αναφέρουμε ακόμη τους διοργανωτές και την ακούραστη προσφορά των μελών των τοπικών συλλόγων ενώ προσπαθούμε να θυμηθούμε πότε άρχισε να γιορτάζεται.

– Ξέρεις, μου λέει, αυτό το πανηγύρι, όπως και το πανηγύρι του προφήτη-Ηλία γινόταν και στο παλιό χωριό. Και κει η εκκλησία μας ήταν αφιερωμένη στο Γενέσιο της Θεοτόκου.
– Και είχε φαγητό; Τι μαγείρευαν; Που τα εύρισκαν; Ποιοι μαγείρευαν; Πέφτουν απανωτές οι ερωτήσεις.
– Και τότε τα φαγητά ήταν κρέας με κριθαράκι και ρεβίθια. Από μέρες πριν οι επίτροποι γύριζαν τα νοικοκυριά και μάζευαν προσφορές για το φαγητό που θα προσφερόταν. Κι ο κόσμος έδινε ό,τι μπορούσε. Άλλος λίγα κρεμμύδια, άλλος λίγο λάδι, άλλος κρέας, όσπρια και διάφορα άλλα υλικά, που τα είχαν στα σπίτια τους ή και χρήματα. Αυτά που δεν θα τα χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή του φαγητού τα αντάλλασσαν με άλλα που χρειάζονταν.

Βαθειά χαράματα άναβαν φωτιά στον περίβολο της εκκλησίας και μαγείρευαν ώστε μετά την πρωινή λειτουργία το φαγητό να είναι έτοιμο. Κανείς βέβαια δεν πήγαινε για δουλειά, όπως και όλες τις μεγάλες γιορτές.
Θυμάμαι τον Παντελή τον Θαλασσινό, τον παππού του Μάκη, που πρωτοστατούσε στο μαγείρεμα.
Λίγο η περιέργεια αλλά περισσότερο η συναισθηματική ανάγκη να δημιουργήσω μέσα μου μια εικόνα του χωριού και του τρόπου ζωής των προγόνων μου με παρακινούν να κάνω κι άλλες ερωτήσεις.
– Και πού έτρωγαν;
– Όπως σου είπα μετά το σχόλασμα της λειτουργίας τα φαγητά ήταν έτοιμα. Τότε αφού ο παπάς τα ευλογούσε ερχόταν ο κόσμος με τα πιάτα τους ή με σουπιέρες και έπαιρναν φαγητό στα σπίτια τους. Έτσι ήταν το εθιμικό. Το θεωρούσαν ευλογία να το πάνε στο σπίτι, δεν ήταν καθόλου ντροπή. Παρ’ ό,τι ήμουν μικρή θυμάμαι ότι κανένας δεν έτρωγε εκεί.
Βέβαια μην νομίζεις ότι έπαιρναν μεγάλες ποσότητες. Ίσα–ίσα να φάνε όλοι από λίγο για το καλό, για «τ’ αντέτ’», όπως έλεγαν.
– Πες μου όμως, μάνα, και για την εκκλησία της Παναγίας; Πως ήταν;
– Τόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμα είναι σαν να την έχω μέσα στα μάτια μου. Πιο εύκολο μου είναι να φέρω αυτήν στο μυαλό μου παρά την καινούρια.

Η εκκλησία μας ήταν όμορφη. Ήταν χτισμένη εκεί ψηλά στο λόφο, μέσα από το κάστρο, όπου έχει μείνει ένα μικρό κομμάτι από το ιερό της. Εκεί που πηγαίναμε μέχρι τελευταία, ανήμερα το απόγευμα της γιορτής της, για τον εσπερινό. Ήταν όπως σου είπα και πριν αφιερωμένη στο Γενέσιο της Παναγίας, στην Παναγούδα, όπως λέμε οι παλιότεροι μέχρι και σήμερα τη γιορτή της. Είχαμε κι άλλες εκκλησίες, λειτουργούσαν όμως στις γιορτές τους. Τον Αϊ- Δημήτρη και τον Αϊ-Αρχάγγελο.
Το ιερό της, όπως σ’ όλες τις εκκλησίες, ήταν ανα- τολικά. Για να φτάσεις στην εκκλησία έπρεπε ν’ ανεβείς τα σκαλιά που ξεκινούσαν από το σπίτι του Πενέτη. Ήταν φαρδιά κα πλατιά σκαλιά που η μια τους πλευρά ακουμπούσε στο τείχος. Από κει που σταματούσε το τείχος συνέχιζαν να είναι κολλητά στους τοίχους των σπιτιών που σ’ αυτή την περιοχή ήταν πολύ πυκνά. Γι’ αυτό το λόγο είχε και πολλά θύματα στο σεισμό του ’32. Τα σκαλιά κατέληγαν στον περίβολο της εκκλησίας. Λίγο πριν απ’ αυτό το σημείο, το κάστρο συνέχιζε αφήνοντας τα σκαλιά για την εκκλησία στην μέσα μεριά. Στο ίδιο σημείο έφτανε κι ένα άλλο μικρό δρομάκι που ξεκινούσε από το καλντερίμι στην «Κοπριά» ακολουθώντας εσωτερικά το κάστρο από την άλλη του άκρη οδηγώντας κι αυτό στην εκκλησία. Από κει ακριβώς περνούσαν οι νύφες πηγαίνοντας για την εκκλησία να παντρευτούν.

Εκεί λοιπόν στο τέλος, ήταν η πορτάρα του περίβολου που το βράδυ έκλεινε. Στηριζόταν σε ντουβάρι πλάτους περίπου ενός μέτρου από τη μια και την άλλη πλευρά. Αυτό στα αριστερά όπως έβλεπες απ’ έξω προς τα μέσα στηριζόταν στον τοίχο της εκκλησίας και από την άλλη σε τοίχο σπιτιού. Ο υπόλοιπος περίβολος κλεινόταν από τους τοίχους των γύρω σπιτιών. Κάτω ήταν στρωμένος με χώμα.

Από κει μπαίνοντας και προχωρώντας μερικά μέτρα, παράλληλα με τον αριστερό τοίχο της εκκλησίας, έφτανες στο χαγιάτι της. Έπιανε όλο το πλάτος της. Ήταν σκεπασμένο με κεραμίδια και στηριζόταν σε ξύλινα δοκάρια. Αυτά ήταν μπηγμένα σε πέτρινο πεζούλι, περίπου μισό μέτρο ψηλό, που ακουμπούσε στον τοίχο της και χρησίμευε για να κάθονται οι εκκλησιαζόμενοι σαν δεν ήθελαν να μπουν μέσα στο ναό, κυρίως το καλοκαίρι. Το χαγιάτι κάτω ήταν στρωμένο με πέτρες και απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας ήταν ανοιχτό χωρίς πεζούλι. Από το χώμα ήταν ψηλότερο όσο ένα χαμηλό σκαλί.

Φτάνοντας κοντά στην είσοδο είχε άλλο ένα σκαλί, σαν μισοφέγγαρο, από άκρη σε άκρη. Είχε και δύο ξύλινες πόρτες. Η μία, στη μέση, ήταν η κύρια είσοδος και ήταν δίφυλλη. Από εδώ έμπαινες στο ναό. Ήταν στρωμένος με πλακάκια με σχέδια που σχημάτιζαν μοτίβα. Αριστερά ήταν το παγκάρι. Δεξιά τα μανουάλια και το προσκυνητάρι. Το χρώμα της μέσα ήταν λουλακί και στους τοίχους είχε εικόνες και παράθυρα με χρωματιστά τζάμια. Το τέμπλο ήταν ξύλινο και στολισμένο με εικόνες. Εδώ όπως είναι και σήμερα, δεξιά και αριστερά, ήταν και τα αναλόγια για τους ψάλτες. Γύρω- γύρω στον τοίχο είχε στασίδια. Δεξιά μπροστά, προχωρούσαν οι άντρες. Βλέπεις τότε εκκλησιάζονταν τακτικά και οι άντρες. Στις μεγάλες γιορτές αγίων δεν πήγαιναν για δουλειά, πήγαιναν στην εκκλησία. Μόνο οι ανήμποροι έλειπαν. Αριστερά προχωρούσαν οι γυναίκες. Οι κοπέλες, οι νέες και οι παντρεμένες πήγαιναν συνήθως μπροστά-μπροστά.

Λίγο πιο αριστερά από την κύρια είσοδο, ήταν η δεύτερη πόρτα της εκκλησίας. Ήταν μικρότερη και απ’ αυτήν έμπαιναν οι χήρες και όσες ήθελαν να ανεβούν στον γυναικωνίτη. Δίπλα από αυτήν ξεκινούσε η σκάλα του γυναικωνίτη που είχε γύρω στα δέκα ξύλινα σκαλιά. Ανάμεσα από τις δυο πόρτες, στο εσωτερικό, ξεκινούσε ένας τοίχος μέχρι εκεί που έφτανε και ο γυναικωνίτης. Σ’ αυτόν ακουμπούσε το παγκάρι και το χώριζε από τις σκάλες. Είχε κι εδώ μανουάλι για τα κεριά και προσκυνητάρι. Εδώ πίσω ήταν κάπως σκοτεινά και στέκονταν συνήθως οι γριές αλλά και οι χήρες. Στο κομμάτι αυτό του ναού το πάτωμα ήταν στρωμένο με κεραμικά πλακάκια, σαν αυτά που έχουν σήμερα οι φούρνοι.

Εμένα μου άρεσε να ανεβαίνω στον γυναικωνίτη. Είχε ξύλινο πάτωμα και γύρω στασίδια. Είχε κι εδώ εικονοστάσι γι αυτές που ανέβαιναν. Σ’ αυτό υπήρχε μία εικόνα της Παναγίας με το Χριστό, πού ήταν η αγαπημένη μου. Ήταν περίπου 40 επί 50 εκατοστά και μέσα από το τζάμι της στο κάτω μέρος και σε σχήμα ημικυκλικό, σαν ν’ αγκάλιαζαν την Παναγία, υπήρχαν κάτι πανέμορφα τριανταφυλλάκια. Δεν ξέρω από τι υλικό ήταν φτιαγμένα αλλά η ομορφιά αυτής της εικόνας με μαγνήτιζε. Στεκόμουν και την κοιτούσα με τα παιδικά μου μάτια γεμάτα πίστη και θαυμασμό.

– Από το πλάι είχε πόρτες όπως έχει η σημερινή εκκλησία μας;
– Όχι δεν είχε άλλες πόρτες. Δεν ξέρω αν σου έδωσα να καταλάβεις. Είναι δύσκολο για σένα που δεν τα έζησες. Μα εγώ με όσα θυμήθηκα αλλά και αυτά που ένοιωσα μιλώντας σου για την παλιά εκκλησία μας, έκανα ένα ταξίδι πίσω στα παιδικά μου χρόνια”.