Το νέο στρατηγικό δόγμα του ΝΑΤΟ, όπως διατυπώθηκε στο κοινό ανακοινωθέν των ηγετών του, έρχεται να επιβεβαιώσει με τον πιο εμφατικό τρόπο τις αντιθέσεις που έχουν προκύψει στις διεθνείς σχέσεις και νέους ανταγωνισμούς.

Η Ρωσία αποτελεί «τη σημαντικότερη και αμεσότερη απειλή για την ασφάλεια των Συμμάχων, για την ειρήνη και για τη σταθερότητα στον ευρωατλαντικό χώρο», σημειώνεται, ενώ η εισβολή στην Ουκρανία συνεχίζεται. Από την άλλη, η Κίνα περιγράφεται ως «πρόκληση για τα συμφέροντα, την ασφάλεια και τις αξίες μας». Παράλληλα, η «η στρατηγική σύμπραξη» (και όχι συμμαχία) ανάμεσα σε Μόσχα και Πεκίνο καταγγέλλεται ανοιχτά από τη Συμμαχία.

Είναι σαφές ότι το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ έρχεται να προσαρμοστεί σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που διαμορφώθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Δύση ως σύνολο αλλά κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν την ανοιχτή αμφισβήτηση της ηγεμονίας τους όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το 1991 σε γεωπολιτικό, οικονομικό και αξιακό επίπεδο από αναδυόμενα κέντρα ισχύος (Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Ινδία κ.α.).

Ωστόσο, αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι κάτι καινούργιο, απλά τώρα αποτυπώνεται πιο απτά στις διεθνείς σχέσεις. Τόσο η Κίνα όσο και η Ρωσία ήδη από τη δεκαετία του 1990 φάνηκαν να θέλουν να εργαστούν ενεργά εναντίον του «μονοπολικού κόσμου» των ΗΠΑ (δηλαδή της συγκέντρωσης της ισχύος σε έναν πόλο) με σκοπό τη δημιουργία ενός πιο πολυπολικού κόσμου (δηλαδή την κατανομή της ισχύος σε πολλαπλά κέντρα).

Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το στρατηγικό αφήγημα αυτού του στόχου, ανατρέχουμε μερικούς μόλις μήνες μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (ουδείς τότε τολμούσε να αμφισβητήσει την επικράτηση της Ουάσιγκτον) όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Τσιαν Τσισέν μίλησε στον ΟΗΕ για μια αμερικανοκρατούμενη παγκόσμια τάξη προωθώντας την ανάγκη για καταμερισμό ισχύος σε ένα νέο πολυπολικό σύστημα

Τα επόμενα χρόνια, Κίνα και Ρωσία είδαν ο ένας στον άλλον έναν εταίρο με παρόμοιο όραμα για τη διεθνή τάξη. Το 1997, για παράδειγμα, η «Ρωσοκινεζική διακήρυξη για έναν πολυπολικό κόσμο» ήρθε να κάνει πιο απτό αυτόν τον κοινό στόχο άλλο αν τότε παρέμενε σε απόλυτα θεωρητικό επίπεδο.

Και μπορεί τώρα με την απόσταση που μας χωρίζει από τη δεκαετία του 1990 όλα αυτά να αποκτούν ιδιαίτερη αξία αλλά τα πράγματα δεν είναι και δεν ήταν μέχρι πρόσφατα αυτονόητα όσον αφορά τις προθέσεις «ανατροπής» του αμερικανοκεντρικού κόσμου.

Κορυφαίοι αναλυτές της δεκαετίας του ’90 έβλεπαν στην επικράτησή της Ουάσιγκτον μετά τον Ψυχρό Πόλεμο μια νέα μακροχρόνια «pax americana».  Όχι όλοι όμως. Μια από τις εξαιρέσεις υπήρξε ο συντηρητικός Αμερικανός δημοσιογράφος, Charles Krauthammer ο οποίος διατεινόταν από το 1990 ότι «η αμερικανική ηγεμονία θα υπάρξει μόνο για μια ιστορική “στιγμή” που θα κρατήσει το πολύ τρεις ή τέσσερις δεκαετίες».

Τώρα, όλο και περισσότεροι αναλυτές και ακαδημαϊκοί όπως ο John Mearsheimer διατυπώνουν τη διαφαινόμενη τάση για έναν μεγαλύτερο καταμερισμό ισχύος.

Σε κάθε περίπτωση, η ρητορική Πεκίνου και Μόσχας παραμένει έως και σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση: «Οι δύο πλευρές υπογραμμίζουν την πρόθεση της Ρωσίας και της Κίνας […] να προωθήσουν την πολυπολικότητα και τον εκδημοκρατισμό των διεθνών σχέσεων […] Η κινεζική πλευρά τονίζει τη θετική σημασία των προσπαθειών της ρωσικής πλευράς στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός δίκαιου πολυπολικού συστήματος διεθνών σχέσεων», σημείωναν οι δύο χώρες σε κοινή τους δήλωση μερικές εβδομάδες πριν την εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.

Πηγή: lifo