Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας το 260 μ.Χ., από γονείς χριστιανούς, το Θεόδοτο και τη Ρουφίνα, όταν αυτοί ήταν μέσα στη φυλακή, όπου πέθαναν προσευχόμενοι. Έτσι ο Μάμας, βρέφος ακόμα, έμεινε ορφανός. Όμως, μια πλούσια χριστιανή γυναίκα, η Αμμία, τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε με στοργή μητρική και σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου. Επειδή δε ονόμαζε τη θετή του μητέρα συνεχώς μάμα, (δηλ. μαμά), ονομάστηκε Μάμας.
Όταν έγινε 15 χρονών, πιάστηκε από ειδωλολάτρες, διότι χωρίς φόβο, δημόσια, ομολογούσε το Χριστό. Τότε τον χτύπησαν αλύπητα. Κρέμασαν στο λαιμό του μολυβένιο βαρίδιο και τον έριξαν στη θάλασσα. Όμως με τη δύναμη του Θεού σώθηκε. Έπειτα τον ξανασυνέλαβαν και τον έριξαν σε αναμμένο καμίνι και μετά τροφή στα θηρία. Αλλά επειδή και απ’ αυτά σώθηκε θαυματουργικά, διαπέρασαν την κοιλιά του με τρίαινα. Και έτσι μαρτυρικά και ένδοξα αναχώρησε απ’ αυτή τη ζωή. Μας θυμίζει δε τα λόγια του Κυρίου, που είπε: «ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθαίου, ιη’ 4). Όποιος, δηλαδή, ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδάκι αυτό, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών.

Για τη γέννηση, τη ζωή και τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Μάμαντος μίλησε στο Xalkidikipolitiki και τη Σουζάνα Καζάκα ο πατέρας Δωρόθεος της ενορίας του χωριού στη Χαλκιδική. Η ιστορία ενός παιδιού που έζησε τα θαύματα του Χριστού και μαρτύρησε για την πίστη του στα 15 του χρόνια.

Όπως εξήγησε ο π. Δωρόθεος, για την τοποθεσία που χτίστηκε ο Ιερός Ναός, στο χωριό Άγιος Μάμας, υπάρχουν μόνο προφορικές μαρτυρίες. Λέγεται, ότι στο μετόχι της Ι.Μ. Βατοπεδίου, οι μοναχοί έβλεπαν ένα φως μέσα στη θάλασσα κι όταν βούτηξαν να διαπιστώσουν περί τίνος πρόκειται, βρήκαν την εικόνα του Αγίου Μάμα. Έτσι. Την έβαλαν πάνω στον αραμπά και τη μετέφεραν στο χωριό. Τα ζώα όμως σταμάτησαν να κινούνται σε ένα σημείο, υποδεικνύοντας κατά κάποιο τρόπο, τον χώρο ανέγερσης του ναού. Οι πιστοί ακολούθησαν το σημάδι και έχτισαν αρχικά ένα ξωκκλήσι και στη συνέχεια τον μεγάλο ναό. Παράλληλα καθιερώθηκε και το όνομα της περιοχής.

Κατά παράδοση αναφέρεται επίσης ότι τη μέρα της πανήγυρης, στο τότε παρεκκλήσι, κατά τη λειτουργία, πέρασαν οι στρατιώτες καθοδόν στην Ποτίδαια που διαφύλατταν από τους Τούρκους, οι οποίοι όμως σφαγίασαν τους πάντες τελικά έξω μάλιστα από την εκκλησία. Έτσι από την επόμενη χρονιά τελούσαν μνημόσυνο οι συγγενείς τους, και ξεκίνησε σταδιακά η ζωοπανήγυρης, που με τον καιρό μετατράπηκε σε εμποροπανήγυρη. Το δε Βασιλικό Διάταγμα του 1932 ορίζει τις ημερομηνίες διεξαγωγής του πανηγυριού, από τις 29 Αυγούστου ως τις 4 Σεπτεμβρίου και για τον λόγο αυτό δεν επετεύχθη ποτέ χρονική επέκταση της διοργάνωσης.

Ο π. Δωρόθεος τόνισε ότι οι κάτοικοι του χωριού δείχνουν κάθε μέρα τον σεβασμό και την αγάπη τους προς τον Άγιό τους, ακόμη και οι νέοι που παρά τις ενθουσιώδεις κινήσεις και συμπεριφορές τους, δεν παραλείπουν να κάνουν μια στάση και τον σταυρό τους μπροστά από την εκκλησία. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν δύσκολα, όπως επισημαίνει ο π. Δωρόθεος, καθώς το χωριό και η εκκλησία ήταν έρημα λόγω πανδημίας. Φέτος και πάλι οι ημέρες που ήρθαν ζωντάνεψαν την περιοχή και έφεραν τους πιστούς στον Ιερό Ναό.