Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν μία ἀξονική πολιτική κατάκτηση, πραγματική “πρόοδο στή συνείδηση τῆς ἐλευθερίας”, ὅπως θά ἔλεγε ὁ φιλόσοφος. Καί σήμερα, πάνω ἀπό ἑπτά δεκαετίες μετά τήν Οἰκουμενική Διακήρυξή τους (10 Δεκεμβρίου 1948), στό Προοίμιο τῆς ὁποίας χαρακτηρίζονται ὡς τό “κοινό ἰδανικό στό ὁποῖο πρέπει νά κατατείνουν ὅλοι οἱ λαοί καί ὅλα τά ἔθνη”, εὑρίσκονται στό κέντρο τῆς ἐπικαιρότητας παγκοσμίως, εἴτε ὡς σύμβολο καί ὄχημα τοῦ ἀγώνα γιά τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, γιά “ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφοσύνη”, εἴτε ὡς ἀντικείμενο ἀμφισβήτησης ἀναφορικά πρός τό περιεχόμενο καί τήν ἐμβέλειά τούς, εἴτε ἐξ αἰτίας τῆς στυγνῆς καταπάτησής τους. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ εἰκοστός αἰώνας, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται “ὁ πιό βίαιος αἰώνας στήν ἀνθρώπινη ἱστορία”, ὀνομάστηκε καί “ἡ ἐποχή τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου”, τῶν ἀγώνων γιά τή διατύπωση, τή διεκδίκηση, τήν κατοχύρωση καί τήν ἀνάδειξη τῆς οἰκουμενικῆς ἀξίωσής τους.

Τό παρόν καί τό μέλλον τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου συναρτᾶται ὄχι μόνον μέ πολιτικές, κοινωνικές καί πολιτισμικές ἐξελίξεις, ἀλλά καί μέ τή στάση τῶν μεγάλων θρησκειῶν ἀπέναντί τους. Σοβαρές ἀμφισβητήσεις γιά τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου προέρχονται σήμερα ἀπό τίς μή χριστιανικές θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες, πολύ εὔκολα, τά ἀξιολογοῦν ὡς “δυτικό ἰδεολόγημα”, ὡς ἔκφραση τοῦ δυτικοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, τοῦ πνεύματος τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἀλλά καί ὡς φορέα χριστιανικῶν ἀξιῶν, διακηρύσσουν ὅτι πρόκειται γιά δούρειο ἵππο τῆς Δύσης, μέ στόχο τή διάβρωση τῶν κοινοτικῶν παραδόσεων τῶν μή δυτικῶν λαῶν καί τήν ἀλλοίωση τῶν “ἀσιατικῶν ἀξιῶν”, ἀπορρίπτοντας ἄρδην τήν οἰκουμενικότητά τους καί τή λειτουργία τους ὡς παγκόσμιο ἀνθρωπιστικό κριτήριο.

Ἔχοντας ἐκφράσει καί ἀλλαχοῦ τή θέση μας γιά τό θέμα αὐτό, περιοριζόμαστε ἐδῶ στά ἑξῆς: Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν ἴσως τή μεγαλύτερη πρόκληση, τήν ὁποία κλήθηκαν νά ἀντιμετωπίσουν μέχρι σήμερα οἱ θρησκεῖες. Δέν μποροῦν νά ἀγνοήσουν τήν πρόκληση αὐτή, οὔτε νά ὑποβαθμίσουν τή σοβαρότητά της, ἑστιάζοντας σέ ὑπαρκτές προβληματικές πτυχές τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Πάντως, στούς διαθρησκειακούς διαλόγους τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀπουσιάζει. Πολύ σημαντικός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ διάλογος τῶν θρησκειῶν μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Στόν διάλογο αὐτό, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ θρησκεῖες θα ἀνακαλύψουν στά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου κεντρικές ἀρχές καί τῆς δικῆς τους ἀξιολογίας, θά συμβάλουν στή βαθύτερη κατανόησή τους καί θά προβάλουν τίς ἀνθρωπιστικές διαστάσεις τοῦ δικοῦ τους ἤθους. Σέ μία ἐποχή, κατά τήν ὁποία τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ὑφίστανται μία ἀσαφῆ διεύρυνση τοῦ περιεχομένου καί τῶν ὁρίων τους, οἱ θρησκεῖες μποροῦν νά ὁδηγήσουν στήν ἀνάδειξη τῶν πνευματικῶν τους ριζῶν καί στή σωστή ἀξιολόγηση τῆς ἐμβέλειάς τους.

Καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ θεολογία δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοήσουν αὐτό τό κεντρικό θέμα, πού ἀφορᾶ στά θεμέλια τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν. Εἶναι γνωστό ὅτι δέν ὑπάρχει ἐνιαία στάση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι στά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Περί αὐτοῦ μαρτυροῦν τά ποικίλα θεολογικά δημοσιεύματα, ἀλλά καί ἡ ἔμπρακτη τοποθέτηση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐνώπιον τῶν παραβιάσεών τους. Παραπέμπουμε ἐνδεικτικά στή στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας ἀναφορικά μέ τή Ρωσσική εἰσβολή στήν Οὐκρανία καί τίς ὠμές παραβιάσεις ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων στόν συνεχιζόμενο ἀνηλεῆ πόλεμο.

Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε ἀδιάφορη ἀπέναντι στή φαλκίδευση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τήν κοινωνική ἀδικία καί ἐκμετάλλευση, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι αὐτός πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του τόν ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νά ἀγαπᾶ τόν ἀόρατο Θεό (βλ. Α’ Ἰωάν. δ’, 21). Τό ζητούμενο γιά τήν Ἐκκλησία σήμερα, ἐνώπιον τῶν προκλήσεων καί τῶν σημείων τῶν καιρῶν, εἶναι νά λειτουργήσει ἡ ἴδια ὡς θετική πρόκληση γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τοῦτο συνδέεται μέ τό πῶς ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τή χριστιανική ἱεράρχηση ἀξιῶν, ἐπί κεφαλῆς τῆς ὁποίας εὑρίσκεται ἡ ἱερότης τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ὁ αἰώνιος προορισμός του. Οὐδείς τίμησε καί καταξίωσε τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐλευθερία του ὅσο ὁ Χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος τόν βλέπει ὡς δημιούργημα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, ἀλλά καί ὡς τό ὄν, γιά τή σωτηρία τοῦ ὁποίου ὁ Θεός Λόγος προσέλαβε τήν ἡμετέραν φύσιν καί ἄνοιξε στό ἀνθρώπινο γένος τήν πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Καί τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου προϋποθέτουν τή μακρά θητεία τῆς οἰκουμένης στόν χριστιανικό ἀνθρωπισμό. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ἐξακολουθεῖ νά προβληματίζει ἡ ἀρχική ἀρνητική τοποθέτηση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπέναντι σέ αὐτά, ἐνῶ μᾶς ἱκανοποιεῖ τό γεγονός ὅτι μετά τίς τραγικές ἐμπειρίες τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τά πράγματα ἀλλάζουν καί τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καθίστανται σημαντικός ἄξονας τῆς ἐγκόσμιας μαρτυρίας του.

Στήν πορεία της μέσα στόν κόσμο καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συναντᾶ τά κινήματα γιά τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀπορριπτική ἤ μία μονίμως “ἀμυντική” στάση ἀπέναντι σέ αὐτά, καί ἡ θεώρησή τους ὡς ἀπειλῆς γιά τήν Ὀρθόδοξη ταυτότητά μας πηγάζει ἀπό μία παρανόηση τόσον τῆς ἀποστολῆς τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καί τοῦ βάθους τῆς Ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καί ἠθικῆς. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ προστασία τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου πρέπει καί δύναται νά ἀποτελέσει βασικό στοιχεῖο τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο. Τό γεγονός ὅτι τό Ὀρθόδοξο δέον περί τοῦ ἀνθρώπου ὑπερβαίνει τή διάσταση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἀφοῦ περιλαμβάνει καί τήν ἑκούσια παραίτηση ἀπό τό “δικαίωμα” χάριν τῆς ἀγάπης καί τοῦ πλησίον, δέν ὑποβαθμίζει τή σημασία τοῦ ἀγώνα γιά τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀγάπη, ὡς ὑψίστη ἐλευθερία, δέν ὑποκαθιστᾶ τή στράτευση γιά τήν προστασία τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀναδεικνύει τό ἀνθρωπιστικό περιεχόμενό της καί τήν ἐνισχύει. Ἡ κατανοητή κριτική ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας στόν δικαιωματισμό καί τόν ὑπερτονισμό τῆς διεκδίκησης ἀτομικῶν δικαιωμάτων ὡς μέσου θωράκισης ἰδιωτικῶν ἀπαιτήσεων δέν εἶναι δυνατόν νά κυριαρχεῖ στή σύγχρονη συνάντηση τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀναφέρονται οὐσιαστικῶς καί στήν κοινωνική διάσταση τῆς ἐλευθερίας.

Ἡ ὑποχώρηση τοῦ θρησκευτικοῦ προσανατολισμοῦ τῆς ζωῆς στήν ἐποχή μας καί ἡ ἐκκοσμίκευση, παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου θρυλούμενα, ὄχι μόνον δέν προωθοῦν τούς στόχους τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἐπηρεάζουν ἀρνητικά τόν σεβασμό τους. Πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀναφορά ἁπλῶς καί γενικῶς στόν “ἄνθρωπο” δέν ἀποτελεῖ σταθερή καί ἐπαρκῆ βάση γιά τή θεμελίωση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας καί τοῦ ἀπροϋπόθετου σεβασμοῦ της. Ἡ συνδεδεμένη μέ τή στάση αὐτή νατουραλιστική θεώρηση φαίνεται ὅτι εὐνοεῖ τίς ἀντικειμενοποιήσεις τοῦ ἀνθρώπου καί τή μετατροπή του σέ μετρήσιμο μέγεθος. Τά κριτικά ἐρωτήματα, τά ὁποῖα διατυπώθηκαν πρό δύο δεκαετιῶν γιά τό θέμα αὐτό, παραμένουν καί σήμερα ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρα: “Γνωρίζουμε, τελικά, ἄν τό κοινωνικό κράτος θά ἐπιβιώσει μετά τήν ἀπαξίωση τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον; Δέν θά ἐξαφανιζόταν ἡ ἀλληλεγγύη πρός τόν πλησίον, ἄν αὐτός εἶναι ἁπλῶς καί μόνον ὁ ξένος, ὁ ἄλλος, ὁ ἀνταγωνιστής ἤ ἀκόμη καί ὁ ἐχθρός; Εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει κοινωνική ὑπευθυνότητα, ὅταν τό ἴδιο τό ῾δικαίωμα στή ζωή᾿ τῶν ἀγέννητων παιδιῶν, τῶν ἡλικιωμένων κ.ἄ. ἀμφισβητεῖται; Θά ὑπάρχουν δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, σέ μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ ἀνθρωπότητα καί ὁ Δημιουργός της ἐξαφανίζονται ἀπό τό προσκήνιο μέσα σέ μία σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν;”

Ὅταν τονίζεται ἡ θεία προέλευση καί ὁ αίώνιος προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἡ ὕπαρξή του ἀποκτᾶ τήν ὑψίστη δυνατή ἀξία. Σέ αὐτή τήν οὐσιώδη ἀναφορά στό Ὑπερβατικό παραπέμπει καί τό Προοίμιο τοῦ Συντάγματος τῆς Ἑλλάδος: “Εἰς τό ὄνομα τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος”. Τοιουτοτρόπως, ἡ ἀνθρώπινη πράξη καί τό ἦθος ἀποκτοῦν ἀπόλυτη θεμελίωση. Ὁ ἀνθρωπισμός, ἐκτός ἀπό ἠθική ἐπιταγή, γίνεται καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀδιαφορία γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι πλέον ἀδιαφορία γιά τόν Θεό, ἐνῶ ὁ ἀγώνας γιά τήν προστασία τῆς ἱερότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, γιά τήν ἐλευθερία, τή δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη, εἶναι διακονία τοῦ Θεοῦ. Παρά τό γεγονός ὅτι συχνά ἡ θρησκευτική πίστη τροφοδοτεῖ καί τή βία ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, πιστεύουμε ὅτι στή βάση της ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητη δύναμη ἀλληλεγγύης καί εἰρηνοποιΐας καί ὅτι ἐνισχύει τούς ἀγῶνες γιά μία δικαιότερη κοινωνία, ἀκόμη καί ὅταν αὑτοί, κατ᾿ ἄνθρωπον, εὑρίσκονται ἐνώπιον ἀνυπέρβλητων ἐμποδίων.

Εἶναι βέβαιο ὅτι σήμερα στό θέμα τῆς προστασίας τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει χῶρος γιά θριαμβολογία. Ἀποτελοῦν αἴτημα καί καθῆκον, παρά μία δεδομένη καί ἐξασφαλισμένη πραγματικότητα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ πλήρη συνείδηση ὅτι ἡ ἐλευθερία τήν ὁποία ἐνσαρκώνει καί κηρύττει, ὑπερβαίνει τόν ὁρίζοντα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, καλεῖται νά συμβάλει στήν πραγμάτωση καί στήν ὀρθή κατανόησή τους ὡς παγκόσμιον ἤθος, ὁ σεβασμός τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ σημαντικό βῆμα στήν πορεία πρός ἕναν καλύτερο κόσμο, μίτο τῆς Ἀριάδνης γιά τήν ἔξοδο ἀπό πολλούς συγχρόνους λαβυρίνθους. Εἶναι προσωπική μας πεποίθηση, ὅτι ἡ μετατροπή τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου σέ μῆλον τῆς ἔριδος μεταξύ τῶν λαῶν καί τῶν πολιτισμῶν, ὑποσκάπτει τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας.