«Ειπόντες (οι κάτοικοι της Ιερισσού) ότι πλέον δεν έχομεν ζωήν εάν μείνωμεν εις τον Τούρκον. Επροτιμήσαμεν θάνατον παρά ζωήν, αλλά δόξα σοι ο Θεός είδαμεν ζωήν παρά θάνατον. Ζωή ελευθέραν, συζούντες με τους αδελφούς μας χριστιανούς και όχι πλέον με Τούρκους βαρβάρους».

Η απελευθέρωση της Ιερισσού και η ένταξή της στο Ελληνικό κράτος δικαίωσε όσους από τους κατοίκους της αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της περιοχής και της χώρας γενικότερα. Οι αγώνες τους άρχισαν το 1821 με την επανάσταση της Χαλκιδικής και ολοκληρώθηκαν για την περιοχή μας και τον ευρύτερο Μακεδονικό χώρο το 1912, με το τέλος του Α’ Βαλκανικού πολέμου.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων μέσω της κακής εφαρμογής των βασικών όρων του Συντάγματος από τους Νεότουρκους και κυρίως η κοινή διαπίστωση ότι κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτέλεσαν τις αιτίες για μια Βαλκανική συμμαχία επιθετικού χαρακτήρα εναντίον της Τουρκίας, ανάμεσα στη Βουλγαρία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Πραγματοποιήθηκε με την παρότρυνση της Ρωσίας σε μια χρονική περίοδο που οι σύμμαχοί της πίστεψαν ότι κινδύνευαν τα ζωτικά τους συμφέροντα και διαμορφώνονταν οι κατάλληλες συνθήκες διεκδίκησης νέων εδαφών στη Βαλκανική.

Aντιθέτως στην Ελλάδα υπήρχαν σοβαρές αντιρρήσεις για το αν και κατά πόσο η χώρα ήταν έτοιμη για ένα νέο άνοιγμα μετώπου με την Τουρκία. Ο ατυχής πόλεμος του 1897, που είχε προηγηθεί, έριχνε ακόμη βαριά τη σκιά του… Πίστευαν πως ο μεγάλος κίνδυνος για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, θεωρούνταν η Βουλγαρία και όχι η Τουρκία. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέβλεψε με την πολιτική του οξυδέρκεια τον κίνδυνο οριστικής απώλειας ζωτικών εδαφών στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αποφάσισε τη σύναψη συνθήκης συνεργασίας με την Βουλγαρία, τον Μάιο του 1912, κόντρα στις απόψεις του Ίωνα Δραγούμη και των άλλων πολιτικών της εποχής, που για την αντιμετώπιση των επεκτατικών τάσεων της Βουλγαρίας επεδίωκαν συμμαχία με την Τουρκία. Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, αν και επιφυλακτική στην αρχή για μια ενδεχόμενη συνθήκη με την Ελλάδα, συναίνεσε στη συνέχεια, κρίνοντας ενδεχομένως ότι η επιχειρησιακή ικανότητα του Ελληνικού στρατού ήταν αμελητέα και η προσάρτηση εδαφών της Μακεδονίας στο Βουλγαρικό κράτος σχετικά εύκολη [2]. Γι’ αυτό τον λόγο απέφυγε να διευθετήσει με την Ελλάδα τις εδαφικές διεκδικήσεις από τον πόλεμο, που συμπίπτανε και με τις εθνικές διεκδικήσεις των δύο κρατών. Αυτό αφέθηκε να γίνει στο πεδίο των μαχών με την προσάρτηση κάθε κατεκτημένης περιοχής. Εδώ έπεσε και ο σπόρος του μετέπειτα Β’ Βαλκανικού πολέμου.

Με αφορμή την διένεξη της Τουρκίας με το Μαυροβούνιο για συνοριακές διαφορές, η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία διαβιβάζουν στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου κοινό τελεσίγραφο προς την Πύλη. Μεταξύ άλλων ζητούσαν την αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων της Τουρκίας και μια σειρά εκτεταμένων δικαιωμάτων σ’ αυτές.

Όπως ήταν αναμενόμενο η Τουρκία χαρακτήρισε το τελεσίγραφο «θρασεία απόπειρα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας» και «ανάξιο απαντήσεως».

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΟΛΙΣ ΑΡΧΙΣΕ

Στις 5/18 Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός διάβηκε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα της Μελούνας στη Θεσσαλία και προχώρησε προς την Ελασσόνα. Την ίδια ημέρα Σώματα Προσκόπων που αποτελούνταν από 70 άντρες στέλνονται στην περιοχή της Ιερισσού [3].

Γενικός αρχηγός των σωμάτων στη Χαλκιδική ήταν ο αξιωματικός του Ελληνικού στρατού Βασίλειος Παπακώστας και αρχηγοί οι αξιωματικοί Γεώργιος Γαλανόπουλος και Εμμ. Σωτηριάδης. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι Ιερισσιώτες οπλαρχηγοί Γεώργιος Γιαγλής και ο υπαρχηγός του Χριστόδουλος Τσόχας. Παράλληλα μ’ αυτούς και άλλοι παλαιοί Μακεδονομάχοι, όπως ο Αθανάσιος Μινόπουλος από τη Βαρβάρα, και ο Ιωάννης Ράμναλης από το Ίσωμα Κιλκίς.

Η Χαλκιδική επιλέχτηκε για την αποβίβαση των Προσκόπων στη Μακεδονία γιατί ήταν κατάλληλη η μορφολογία των ακτών της και θα διευκολύνονταν εκεί η δράση τους από την ενδεχόμενη ή και προσδοκούμενη βοήθεια των κατοίκων της, καθώς τα μέρη τους ήταν γνωστά από παλαιότερα και η σύνθεση του πληθυσμού ευνοϊκή.

 

Από το Μαρμάρι οι Πρόσκοποι κατευθύνθηκαν μέσω της Λιψάσδας [4] στη Βαρβάρα. Με επιστολή τους στις 8/21 Οκτωβρίου καλούν τόσο τον Επίσκοπο Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτη Σταυρίδη, που είχε τότε την έδρα της Επισκοπής στη Στρατονίκη, όσο και τους προκρίτους των χωριών της περιοχής σε συνάντηση και τους ζητούν να συνδράμουν στον αγώνα. Ζητούν παράλληλα από τους φυγόστρατους, όσους δηλαδή αρνούνταν να καταταγούν στον τουρκικό στρατό, να ενταχθούν στις δυνάμεις τους. Η ανταπόκριση των κατοίκων της περιοχής ήταν συγκινητική και η συμμετοχή τους αθρόα και ενθουσιώδης.

Στις 9/22 Οκτωβρίου ο 45χρονος οπλαρχηγός Γεώργιος Γιαγλής με 35 άντρες κινήθηκε προς την περιοχή της Νιγρίτας και εγκαταστάθηκε στις 11/24 Οκτωβρίου στο όρος Βερτίσκος [5]. Στο πέρασμά του από διάφορα χωριά νέοι αγωνιστές στελεχώνουν την ομάδα (Λιαρίγκοβη κ.ά.). Ακολούθησε τις οδηγίες του Γ.Ε.Σ και παρεμπόδιζε με επιθετικές ενέργειες τις συγκοινωνίες ανάμεσα στη Νιγρίτα, τις Σέρρες και την Θεσσαλονίκη. Στο επιτελείο του εκτός από τον υπαρχηγό Χριστόδουλο Τσόχα, ήταν και οι Ιερισσιώτες Αστέριος Ψέμμας και ο γιος του Γιαγλή, ο Δημήτρης. Χρέη γραμματέα έκανε ο Νικόλαος Σέρπης, από τη Μεγάλη Παναγία, αργότερα γιατρός και Υποδιοικητής (Έπαρχος) της Χαλκιδικής (τότε Υποδιοίκησης).

Στη Χαλκιδική οι Πρόσκοποι ενισχύθηκαν με 200 ντόπιους αγωνιστές, κυρίως φυγόστρατους και αφού εγκατέστησαν τις πρώτες τους βάσεις άρχισαν να διεισδύουν στο εσωτερικό με κατεύθυνση την Λιαρίγκοβη (Αρναία). Έδιωχναν τις μικρές τουρκικές φρουρές και τους Τούρκους χωροφύλακες (Τσαντιρμάδες) και ελευθέρωναν ένα – ένα τα χωριά της ΒΑ Χαλκιδικής.

Το μεσημέρι 13/26 Οκτωβρίου ισχυρό τουρκικό απόσπασμα από τον Πολύγυρο, στη προσπάθειά του να ανοίξει δίοδο προς τα ανατολικά και να ενισχύσει τη φρουρά του Ισβόρου, συγκρούστηκε με το σώμα των Προσκόπων στον Χολομώντα. Μετά από 5ωρη σφοδρή μάχη οι Τούρκοι με σημαντικές απώλειες, αναγκάζονται να συμπτυχθούν στον Πολύγυρο. Στη μάχη σκοτώθηκε ο Εμμ. Σωτηριάδης, γνωστός από τον Μακεδονικό αγώνα, ως «καπετάν Τρομάρας». Δύναμη Προσκόπων προωθήθηκε τότε στο Παλαιόκαστρο (Καγιατζίκ) για να εμποδίσει τουρκικό απόσπασμα που έρχονταν από την Θεσσαλονίκη, προκειμένου να ενωθεί με την φρουρά του Πολυγύρου [6].

Με την αποτυχία της ενίσχυσης του τουρκικού σώματος του Ισβόρου από τη φρουρά του Πολυγύρου, ο Μουλιαζίμης (ανθυπολοχαγός) του σώματος, αξιολογώντας την κατάσταση μετά τις τελευταίες εξελίξεις, φεύγει κρυφά από τον Ίσβορο, τη Δευτέρα 15/28 Οκτωβρίου, με 40 στρατιώτες. Στη Λιαρίγκοβη τον ακολουθεί η χωροφυλακή του χωριού και κατευθύνονται στα τουρκικά χωριά του κάμπου των (Κάτω) Ραβνών [7] (της Μαραθούσας). Την ίδια μέρα φεύγει και η τουρκική χωροφυλακή από τα Ρεβενίκια (Μεγάλη Παναγία) και καταλύει στο χάνι του Βασίλη Αλεξάνδρου στη Λιαρίγκοβη. Εκεί γίνεται αντιληπτή από το αντάρτικο σώμα του Γιάννη Ράμναλη. Παρά την προσπάθεια των Λιαριγκοβινών προυχόντων να την φυγαδεύσουν, δίνεται μάχη ως ότου οι Τούρκοι χωροφύλακες παραδίδονται. Σκορπίζεται τότε και η μικρή τουρκική στρατιωτική φρουρά της Λιαρίγκοβης. Ο διοικητής της, ο Αγκιάχ[8] εφένδης (σ.σ. Ήταν μουλιαζίμης και γνωστός από τις βιαιοπραγίες του κατά τις τελευταίες οθωμανικές εκλογές του 1912[9]) κρύφτηκε σε σπίτι φίλου Έλληνα του χωριού (κατά πάσα πιθανότητα στου Γρ. Σαραφιανού) και φυγαδεύτηκε[10].

Οι Τούρκοι χωροφύλακες της Ιερισσού, κατάλαβαν ότι ήταν απομονωμένοι και αποφάσισαν να απευθυνθούν στους προεστούς του χωριού [11] για να τους ζητήσουν προστασία και εγγυήσεις για την ζωή τους. Οι Ιερισσιώτες ανταποκρίθηκαν στην έκκληση και μόλις τους παραδόθηκε ο οπλισμός τους, ειδοποίησαν τους Προσκόπους. Το πρωί κατέφθασαν στην Ιερισσό, παρέλαβαν τους Τούρκους χωροφύλακες και τους μετέφεραν ως αιχμαλώτους στην Στρατονίκη. Τις επόμενες ημέρες Τούρκοι χωροφύλακες προσπάθησαν να βγουν από το Άγιο Όρος όπου είχαν εγκλωβιστεί. Σώματα Ιερισσιωτών τους καταδίωξαν και έπιασαν έναν αιχμάλωτο. Να πως περιγράφει ο Χριστόδουλος Σακελλαρίου, από το ημερολόγιο του οποίου αντλούμε πολύτιμες πληροφορίες, την ψυχολογία των κατοίκων της κωμόπολης:

«Επειδή οι κάτοικοι (της Ιερισσού) ήσαν εξαγριωμένοι, ενόησαν ότι είναι γενική επανάστασις και δεν εσκέπτοντο τίποτε, παρά να σκοτώσωσι και να σκοτωθούν»

Χριστόδουλος Σακελαρίου- ημερολόγιο, σελ.44.

Το τουρκικό απόσπασμα που κατευθύνονταν από την Θεσσαλονίκη προς τον Πολύγυρο αποτελούμενο από 200 άντρες, κατέλυσε στο χωριό Ρεσιτνίκια (Άγιο Πρόδρομο). Οι Πρόσκοποι υπό την αρχηγία του Παπακώστα το πολιόρκησαν. Αφού συγκέντρωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες επιτέθηκαν στις 22 Οκτωβρίου/4 Νοεμβρίου, και μετά από πείσμονα αγώνα που κράτησε σχεδόν όλη την μέρα (9 ώρες), έκαμψαν την αντίσταση και συνέλαβαν 10 αιχμαλώτους. Το τουρκικό απόσπασμα υπό τον Ατζέμ αγά διέφυγε προς το χωριό Σανά [12]. Οι Πρόσκοποι είχαν 3 νεκρούς και τέσσερις τραυματίες ενώ από τους Τούρκους ήταν πολλοί περισσότεροι [13].

Οι Τούρκοι του Πολυγύρου, λόγω της γενικής υποχώρησης του τουρκικού στρατού και της αρνητικής τροπής του αγώνα από τη δική τους πλευρά, αποχώρησαν από την πρωτεύουσα του Καζά. Ήρθαν σε συμφωνία με τους Προσκόπους και απαίτησαν απ’ αυτούς να εγγυηθεί για τη ζωή τους ο Μητροπολίτης Ειρηναίος [14]. Έτσι στις 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου η τουρκική στρατιωτική δύναμη που αποτελούνταν από 400 άνδρες, καθώς και οι μουσουλμάνοι πολίτες του Πολυγύρου απομακρύνθηκαν, μέσω του κάμπου του Πολυγύρου και της Καλαμαριάς για τη Θεσσαλονίκη. Οι Πρόσκοποι στη συνέχεια ύψωσαν την Ελληνική σημαία στην πρωτεύουσα της Χαλκιδικής.

Στη χερσόνησο της Κασσάνδρας αποβιβάστηκε στις 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1912 ομάδα Προσκόπων υπό την αρχηγία του Θ. Ι. Ζάχου. Ουσιαστικά όμως η Χαλκιδική είχε ήδη ελευθερωθεί [15].

Τις ίδιες ημέρες, προφανώς ύστερα από διαταγή της Τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης, αποχώρησαν οι τουρκικές δυνάμεις από όλη την Κεντρική Μακεδονία. Στις 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου ο Γιαγλής κατέλαβε τη Νιγρίτα [16]. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν ως θριαμβευτή, εν μέσω έντονων πανηγυρισμών και εκδηλώσεων. Η κατάληψη αυτής της πόλης από τους Προσκόπους, θα αποδειχθεί στη συνέχεια των εξελίξεων, πολύ σημαντική για την απρόσκοπτη ένταξη της περιοχής αυτής και της Χαλκιδικής στο Ελληνικό κράτος.

Στις 26 Οκτωβρίου/8 Νοεμβρίου μετά από τη νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού παραδίδετε η Θεσσαλονίκη στους Έλληνες από τον διοικητή της Χασάν Ταχσίν Πασά , λίγες μόνο ώρες πριν την άφιξη της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας.

Στη Νιγρίτα εντωμεταξύ φτάνει βουλγαρικό άγημα. Ο Γιαγλής και οι Πρόσκοποι το υποδέχονται φιλικά. Στην προσπάθεια όμως των Βουλγάρων να πάρουν την Αρχή της πόλης, ο Ιερισσιώτης οπλαρχηγός αντέδρασε έντονα, δείχνοντας στους αξιωματικούς του βουλγαρικού στρατού ότι μόνο με τα όπλα θα προσαρτήσουν την περιοχή αυτή. Οι Βούλγαροι την άλλη μέρα εγκαταλείπουν την πόλη [17]. Την αντίσταση του Γιαγλή προς τον Βουλγαρικό στρατό την συνδράμουν και τα αντάρτικα σώματα της Χαλκιδικής που προωθήθηκαν στη Νιγρίτα.

Η ΒΑ Χαλκιδική από τις 15/28 Οκτωβρίου είναι ελεύθερη από τους Τούρκους και από τις 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου του 1912 και η υπόλοιπη Χαλκιδική. Όμως η προσάρτηση της περιοχής στο Ελληνικό ή στο Βουλγαρικό κράτος εξαρτάται από την άφιξη του Ελληνικού ή του Βουλγαρικού στρατού. Η συμβολή του καπετάν Γιαγλή στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κρίνεται καθοριστική. Η καθυστέρηση της καθόδου του Βουλγαρικού στρατού προς τη Χαλκιδική, έδωσε την δυνατότητα της έγκαιρης προσάρτησής της από τον ελληνικό στρατό και της ένταξής της στο Ελληνικό κράτος.
Τα εδαφικά κέρδη των συμμαχικών κρατών με την λήξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Στον χάρτη φαίνεται καθαρά η συμβολή του καπετάν Γιαγλή.

 

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ

Έγινε αγώνας δρόμου ανάμεσα στις Ελληνικές και τις Βουλγαρικές δυνάμεις για την προσάρτηση και την κυριαρχική εξασφάλιση των εδαφών στα οποία καταλύθηκε η Τουρκική κυριαρχία. Η απελευθέρωση των περιοχών από τους Τούρκους που κατείχαν οι Πρόσκοποι δεν έγινε δεκτή από τους Βουλγάρους, θεωρώντας τους καθαρά αντάρτικα σώματα και όχι τακτικό στρατό.

Έτσι στις οδηγίες του διαδόχου Κωνσταντίνου προς τον Υποστράτηγο Κωνσταντίνο Καλλάρη στις 29 Οκτωβρίου/11 Νοεμβρίου αναφέρεται:

«Η κατάληψις της Χαλκιδικής ούσα εκ των πρώτων μελημάτων του τμήματος Στρατιάς θ’ ανατεθή εις τάγμα της VII Μεραρχίας .Τούτο μεταβαίνον εις Πολύγυρον θα εγκαταστήση εκεί την έδρα αυτού και ένα Ουλαμόν εις Άγιον Όρος [18]».

Ο Υποστράτηγος Κ. Καλλάρης κοινοποίησε, με διαταγή, τις οδηγίες αυτές στον Διοικητή της VII Μεραρχίας, Συνταγματάρχη Μηχανικού Ναπολέοντα Σωτίλη και αυτός με τη σειρά του διατάζει το 1ο Ανεξάρτητο Τάγμα Κρητών με Διοικητή τον Ταγματάρχη Γεώργιο Κολοκοτρώνη [19], να μεταβεί στη Χαλκιδική.

Στις 31 Οκτωβρίου/13 Νοεμβρίου το πρωί, το Τάγμα Κρητών αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη και αφού διανυκτέρευσε στα Βασιλικά, έφτασε στις 1/14 Νοεμβρίου στη Γαλάτιστα. Το βράδυ ο Διοικητής διατάζει τον Ανθυπολοχαγό Ιωάννη Αλεξάκη με έναν Ουλαμό (2 διμοιρίες) να μεταβεί εσπευσμένα στο Άγιο Όρος, επειδή υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες ότι βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις κινούνται προς τα εκεί για την κατάληψή του. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης στέλνει μαζί του και τον Διοικητή του 1ου λόχου, υπολοχαγό Λυμπέρη Καλοπόθο [20].Όμως ο υποστράτηγος Κ. Καλλάρης και ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ανησυχούσαν ότι το Τάγμα Κρητών δεν θα προλάβει.

Σειρά τηλεγραφημάτων δείχνει την έντονη ανησυχία του Ελληνικού Στρατού για την κατάληψη και την εξασφάλιση διοικητικά του Αγίου Όρους και των στενών του Πρόβλακα. Αξίζει να τα παρακολουθήσουμε:

« Αριθ. 1364…VII Μεραρχίαν Ενταύθα. Διατάξατε ίνα τάγμα των υφ’ υμάς Συνταγμάτων μεταβή εις Άγιον Όρος προς κατάληψιν αυτού και των πέριξ. Το Τάγμα τούτο να ετοιμασθή αμέσως όπως επιβή του ατμοπλοίου «Αίολος». Συνεννοηθήτε συνεπώς μετά του Κυβερνήτου του πλοίου περί της ώρας του απόπλου αυτού, όπως εν καιρώ επιβή το τάγμα. Αναφέρατε εκτέλεσιν της παρούσης.

Θεσσαλονίκη 1-XI-12, Τμήμα Στρατιάς, Καλλάρης».

«Αριθ. 1366…Θεσσαλονίκη 1-XI-12. Πρόεδρον Υπουργικού Συμβουλίου. Ανάγκη να καταληφθή υπ’ αγήματος Άγιον Όρος και υψωθή Σημαία διότι μανθάνω ταύτην την στιγμήν ότι Βούλγαροι προτίθεται προβώσι κατάληψιν αυτού διά ξηράς. Παρακαλώ δοθώσιν επειγόντως διαταγαί Στόλον.

Κωνσταντίνος».

Οι λόγοι που ο Βουλγαρικός στρατός ήθελε να καταλάβει την χερσόνησο του Άθω και τον κόλπο της Ιερισσού ήταν πολιτικοί, εθνικιστικοί και γεωστρατηγικοί.

Η αδιαμφισβήτητη πνευματική ακτινοβολία που ασκεί το Άγιο Όρος στους Ορθόδοξους κατά βάση λαούς (Ελλάδα, Ρωσία, Βουλγαρία, Σερβία κ.α), είναι ταυτόχρονα και πολιτική. Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Ρωσία με συστηματικές κινήσεις προωθεί τον εκρωσισμό του Άθωνα μέσω της αθρόας εγκατάστασης Ρώσων μοναχών σε καθιδρύματα και σε μοναστήρια της χερσονήσου. Με την καλλιέργεια ταυτόχρονα του κινήματος του πανσλαβισμού, προσπαθούσε μέσω της Βουλγαρίας να εγκαταστήσει μία μόνιμη βάση στο Αιγαίο, παρακάμπτοντας έτσι την Τουρκία και τα στενά των Δαρδανελίων. Το 1910 από το σύνολο 9850 μοναχών στο Άγιο Όρος, οι 4800 ήταν Ρώσοι, 3900 Έλληνες, 500 Βούλγαροι, 500 Ρουμάνοι και 150 Σέρβοι [21]. Η Βουλγαρία μέσω των Ρώσων κυρίως μοναχών θα μπορούσε να προχωρήσει στον εκσλαβισμό του Αγίου Όρους και να τον χρησιμοποιήσει ως εργαλείο της εθνικής της προπαγάνδας (π.χ ως πυλώνα της εξαρχικής της εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου).

Ένας δευτερεύων λόγος είναι ο εθνικιστικός. Η Μονή Ζωγράφου υπήρξε τόπος μοναχισμού του γέροντα Παΐσιου [22] και ο τόπος που έγραψε την Βουλγαρική του ιστορία, απαρχή του νεότερου Βουλγαρικού εθνισμού. Στην κοινή τότε γνώμη των κατοίκων της Βουλγαρίας, το μοναστήρι του Ζωγράφου ήταν τόπος θρησκευτικά αλλά και εθνικά ιερός.

Ακόμα, με τον στρατηγικό ρόλο που έχει ο κόλπος της Ιερισσού θα εξασφάλιζε η Βουλγαρία τον έλεγχο του ΒΑ Αιγαίου καθώς και του λιμανιού της Καβάλας.

Το βράδυ της 1/14 Νοεμβρίου δέχεται ο αρχηγός του Ελληνικού στόλου Παύλος Κουντουριώτης, εσπευσμένα το εξής τηλεγράφημα:

«Αρχηγόν Στόλου…

Ανάγκη εθνική απολύτος όπως καταληφθή Άγιον Όρος αμέσως.

Προς τούτο άμα λήψει διαταγής προβήτε εις συγκέντρωσιν δύο λόχων αγήματος μετά Μοίρας Στόλου προβήτε άνευ απωλείας ουδέ ώρας εις κατάληψιν και ύψωσιν Σημαίας. Εντός αύριον αποσταλήσσεται Λήμνον έτερος λόχος αγήματος προς αντικατάστασιν ληφθησομένης δυνάμεως. Αν κατορθωθή ταχύτερα κατάρτισις λόχου τούτου ώστε αποσταλή κατ’ ευθείαν εις Αγιον Όρος τηλεγραφήσω υμίν εντός δύο ωρών. Πάντοτε όμως ενεργήσατε άμα λήψει διαταγής ως εάν μη είχατε τοιούτον. Εάν μετά κατάληψιν εμφανισθή αυτόθι Βουλγαρικός στρατός προσενεχθήτε ως προς συμμάχους. Αν εύρητε τούτο κατειλημμένον υπό Βουλγάρων προβήτε απόβασιν και ζητήσατε άμα οδηγίας ενεργουμένης ταύτης. Τόπος αποβάσεως συνιστώμεν τον Ισθμόν διά του όρμου Αμουλιανής ή του της Ιερισσού προς αποκοπήν απειλουμένης προελάσεως. Ωσαύτως διά μικρού είτα αποσπάσματος εις Δάφνην, όπερ θέλει μεταβή εις Καρυάς, έδραν της Συνάξεως των Μοναχών.

Αθήναι 1-XI-1912, Στράτος [23]».

Ο ναύαρχος Κουντουριώτης μετά την λήψη του τηλεγραφήματος κινήθηκε άμεσα. Με το θωρηκτό «Αβέρωφ» , τα αντιτορπιλικά «Πάνθηρ», «Ιέραξ» και «Θύελλα» και με δύναμη 300 πεζοναυτών αφήνει το λιμάνι του Μούδρου στη Λήμνο και κατευθύνεται στη Χαλκιδική.

Στις 11:00 π.μ αγκυροβόλησαν ανοιχτά του όρμου της Δάφνης και αφού επιβεβαίωσαν την κατάληψή της από το άγημα του αντιτορπιλικού Θύελα, απέπλευσαν στις 11:15 π.μ για την Αμμουλιανή. Το ναυτικό άγημα της Θυέλης κατευθύνθηκε στη πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές. Στις 11:00 π.μ ο επικεφαλής των πεζοναυτών, σημαιοφόρος του ελληνικού ναυτικού, Γεώργιος Παπαγεωργίου επικυρώνει την αποβατική ενέργεια και χαρακτηρίζει τον τελευταίο Καϊμακάμη του Αγίου Όρους Αλή Ταλαάτ μπέη Μουνλαζαδέ, τη φρουρά του και τους Τούρκους υπαλλήλους, ως «αιχμαλώτους πολέμου άνευ πολεμικής τινός ενεργείας».

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΙΕΡΙΣΣΟΥ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Παρασκευή 2/15 Νοεμβρίου και ώρα 13:45 μ.μ, το θωρηκτό Αβέρωφ με τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ιέραξ, αγκυροβολούν στα ανοιχτά της Τρυπητής, 5 χιλιόμετρα ΝΑ της Ιερισσού.

Χρησιμοποιώντας για σύνδεσμο, ως γνώστη της περιοχής, τον 23χρονο Ιερισσιώτη Αριστείδη Σταθάκο, αποβιβάζουν την κύρια δύναμη του αγήματος. Αυτή αποτελείται από 250 πεζοναύτες υπό την διοίκηση του ανθυποπλοίαρχου Τηλέμαχου Κουρμούλη [24].

Το άγημα από τον όρμο της Τρυπητής κατευθύνθηκε στην κωμόπολη της Ιερισσού. Εκεί με την βοήθεια του Αριστείδη οι άνδρες φιλοξενήθηκαν στα σπίτια της κωμόπολης [25]. Η προφορική παράδοση αναφέρει ότι την μέρα αυτή οι καμπάνες δεν σταμάτησαν να χτυπούν. Ο κόσμος με δάκρυα και αγκαλιές υποδέχτηκε τους πεζοναύτες και τα βαρέλια του κρασιού άνοιγαν το ένα μετά το άλλο για τη γιορτή της απελευθέρωσης που κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η δύναμη του 20ού Συντάγματος (1 τάγμα) υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Γεωργίου Καρέκλη επιβιβάστηκε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στο πλοίο «Αίολος». Το συνάντησε το Θωρηκτό «Αβέρωφ» ανοικτά του Άθωνα. Στις 10:30 μ.μ έφτασε στον όρμο της Δάφνης του Αγίου Όρους, όπου το τάγμα αποβιβάστηκε, εκτός του 1ου λόχου υπό τις διαταγές του λοχαγού Μιχάλη Μιχάλου και της διμοιρίας των πολυβόλων. Αυτοί, στη συνέχεια, στάλθηκαν διά θαλάσσης στην Ιερισσό.

Κατά την πορεία τους προς το Άγιο Όρος, λίγο πριν φύγει το φως της μέρας, στις 6:30 μ.μ ο υπολοχαγός Λυμπέρης Καλοπόθος με τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Αλεξάκη, μπήκαν στην Λιαρίγκοβη (Αρναία) μετά από μια κοπιαστική πορεία μέσω του Χολομώντα. Ο κόσμος τους υποδέχθηκε θριαμβευτικά. Το πρωί της επόμενης ημέρας, στις 8:00 πμ, εσπευσμένα παίρνουν τον δρόμο για την Ιερισσό. Παρακάμπτουν τα χωριά του Παλαιοχωρίου και της Μεγάλης Παναγίας και εισέρχονται στο χωριό του Γοματίου όπου τους υποδέχονται όπως και στην Αρναία.

Τις επόμενες ημέρες, στα πρωτοσέλιδα του ελληνικού τύπου, κυριαρχούσε η είδηση της απόβασης στο Άγιον Όρος και της κατάληψης του κόλπου της Ιερισσού. Με δόση υπερβολής οι εφημερίδες της εποχής θεωρούν ότι με την κατάληψη αυτή ουσιαστικά καταλήφθηκε και η Χαλκιδική χερσόνησος από τον στόλο[27].
Ταυτόχρονα εγκαθίσταται σταδιακά η Ελληνική διοίκηση στην περιοχή. Στις 2/15 Φεβρουαρίου του 1913 εγκαινιάστηκε το ειρηνοδικείο της Ιερισσού[28], με αρμοδιότητα τα σημερινά όρια του δήμου Αριστοτέλη. Αγροφυλακή συστάθηκε στις 4/17 Απριλίου του 1913 και η Αστυνομική υποδιεύθυνση Ιερισσού δημιουργήθηκε λίγο πριν της 9/21 Μαΐου του 1913[29]. Η αρμοδιότητά τους γεωγραφικά ήταν όπως και του ειρηνοδικείου. Την ίδια χρονική περίοδο λειτούργησε το ταχυδρομείο της Ιερισσού όπως και άλλες κρατικές υπηρεσίες.

12Η αναγκαία επίσπευση της κατάληψης της Ιερισσού και του Αγίου Όρους από τον ελληνικό στρατό, προφανώς έσωσε τη ΒΑ Χαλκιδική από δυσάρεστες περιπέτειες, που πέρασαν κοντινές σ’ αυτή περιοχές. Είναι εξάλλου γνωστές οι καταστροφές που υπέστησαν πόλεις στη Θράκη και στη Μακεδονία με ελληνικό πληθυσμό κατά την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού (π.χ το Δοξάτο).

Σίγουρα όμως έδωσε ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια των Ελλήνων, για να αποτρέψουν αργότερα τα σχέδια της Ρωσίας, και όχι μόνο, για τη διεθνοποίηση της χερσονήσου του Άθω.

Έτσι ελευθερώθηκε και εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος η περιοχή της Ιερισσού μετά από 490 [30] χρόνια περίπου, τουρκικής διοίκησης. Και μας δόθηκε με μεγάλες θυσίες να ζήσουμε «ζωήν ελευθέραν», μια ζωή ελεύθερη που, ίσως, δε μάθαμε ακόμα να τη σεβόμαστε όπως της πρέπει.

Ευχαριστούμε τον κ. Χρήστο Καραστεργίου

Το κείμενο στηρίχτηκε στο βιβλίο του Χρήστου Μ. Καραστέργιου

«είδαμεν ζωήν… ελευθέραν»,

100 χρόνια από την απελευθέρωση της Ιερισσού,

που εκδόθηκε το 2013 από τις «εκδόσεις δια βίου».

[1] Γόνος της παλιάς Ιερισσιώτικης οικογένειας «Ευσταθίου», γεννήθηκε το 1880 και σκοτώθηκε από τον σεισμό του 1932 με τα δύο του παιδιά, Ιωάννη και Στυλιανό. Στα γεγονότα της απελευθέρωσης, όπου και εξιστόρησε στο ημερολόγιό του, ήταν 32 χρονών και στους εκλογικούς καταλόγους του 1914 δηλώνεται ως έμπορος. Το αρχείο του βρίσκεται στην οικογένεια Παρθένη και Βασιλείας Δεσλή οι οποίοι και με το παραχώρησαν. Τους ευχαριστώ.

[2] National Geographic, Οι μεγάλες ανασυγκροτήσεις 1900- 1930- 1950, Τα μετά τη συνθήκη, σελ. 56.

[3] Αρχείο Δ.Ι.Σ, Φ. 1699 α/Α/318.

[4] Τοποθεσία όπου βρίσκεται ο σημερινός προσφυγικός οικισμός της Ολυμπιάδας.

[5] Δ.Ι.Σ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912- 1913, τόμος Α’, σελ. 132.

[6] Δ.Ι.Σ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912- 1913, τόμος Α’, σελ. 132.

[7] Τα Ραβνά πάνω στο βουνό είναι τα σημερινά Πετροκέρασα.

[8] Για τις θηριωδίες του Αγκιάχ εφένδη στη περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής, βλέπε: εφ. ΣΚΡΙΠ, Φοβερά βασανιστήρια ομογενών καθ’ όλην την Μακεδονία, 24 Ιουλίου 1911 & εφ. ΣΚΡΙΠ, Τα μαρτύρια των Ελλήνων εν Τουρκία, 1 Αυγούστου 1911, σελ. 4.

[9] βλ. Γ. Αικατερινάρη, περ. «ΠΟΛΥΓΥΡΟΣ», τ. 2002-2003.

[10] Δημητρίου Θεοχ. Κύρου, Η απελευθέρωση Αρναίας και της Βόρειας Χαλκιδικής από τον Τουρκικό ζυγό (1912) και οι πρώτες ημέρες ελεύθερης ζωής, Αρναία 2007, σελ. 13.

[11] Επικεφαλής προύχοντας την εποχή της απελευθέρωσης ήταν ο Ιωάννης Ιατρού του Χρήστου 45 τότε ετών. Προφορική μαρτυρία του κου Αλκιβιάδη Κούμαρου το 2014.

[12] Αντιστράτηγου Ι. Σ. Αλεξάκη, Οι Ελληνικοί απελευθερωτικοί πόλεμοι 1912- 1913, Τάγμα Κολοκοτρώνη 1, σελ. 33.

[13] Δ.Ι.Σ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912- 1913, τόμος Α’, σελ.132.

[14] Η άποψη ότι η τουρκική φρουρά αποφάσισε να φύγει μετά από τέχνασμα του Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου, δε φαίνεται να ισχύει.

[15]. Εφ. ΣΚΡΙΠ, 6 Νοεμβρίου 1912, σελ. 5,εφ. Εμπρός 6-11-1912, σελ. 4 κ.α.

[16] Αρχείο Δ.Ι.Σ, Φ. 1699α/Β/1376.

[17] Βασίλειος Πάππας, ο Χαλκιδικιώτης Μακεδονομάχος Καπετάν Γιαγλής, Ιερισσός 2011, σελ. 243- 244.

[18] Αρχείο Δ.Ι.Σ, Φ. 1699α/Β/1355.

[19] Εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.

[20] Αρχείο Δ.Ι.Σ, Φ. 1699α/Β/1368: «Ρεσετνίκια 2- XI- 12, VII Μεραρχίαν… Τέλος εντεύθεν αποστέλλω εις Άγιον Όρος ενα ουλαμόν με 2 Αξιωματικούς… Τάγμα Κρητών. Κολοκοτρώνης», και Δημητρίου Θεοχ. Κύρου, Η απελευθέρωση Αρναίας και της Βόρειας Χαλκιδικής από τον Τουρκικό ζυγό (1912) και οι πρώτες ημέρες ελεύθερης ζωής, Αρναία 2007, σελ. 19, 21, 22.

[21] Ι. Π. Μαμαλάκη, Το Άγιον Όρος (Άθως) διά μέσου των αιώνων, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 464.
“Εν τούτω νίκα”, ελληνικό γραμματόσημο του 1912
«Εν τούτω νίκα», ελληνικό γραμματόσημο του 1912

[22] Ο γέροντας ΠαΪσιος ο Χιλανδαρινός γεννήθηκε στο Μπάνσκο της Βουλγαρίας το 1722. Ασκήτευσε αρχικά στη σερβική μονή του Χιλανδαρίου και αργότερα στη Βουλγαρική μονή του Ζωγράφου. Διακρίθηκε ως κληρικός και συγγραφέας στην προσπάθειά του για την αφύπνηση της εθνικής συνείδησης των Βουλγάρων. Έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο, «Ιστορία Σλαβιανοβουλγαρική περί των λαών, των Βασιλέων και των Αγίων των Βουλγάρων». Σκοπός της ιστορίας αυτής όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογό της: «Να δείξει στους Βουλγάρους, ότι και αυτοί έχουν ένα ένδοξο παρελθόν, με Τσάρους, Πατριάρχες, Αγίους, γραμματεία, χρονογραφίες, για το οποίο πρέπει να είναι περήφανοι. Είναι αδικαιολόγητοι εκείνοι που ντρέπονται να καλούνται Βούλγαροι και αρέσκονται να διαβάζουν και να μιλούν Ελληνικά». Το βιβλίο αυτό, παρ’ όλη τη μικρή ιστορική του αξία, αποτέλεσε το ευαγγέλιο της εθνικής αφύπνησης των Βουλγάρων και διακρίνεται για την Ελληνοφοβία που την προκάλεσε η πνευματική ανάπτυξη των Ελλήνων στο Άγιο Όρος τον 18ο αιώνα. Απεβίωσε το 1798 και το 1963 το Πατριαρχείο Βουλγαρίας τον ανακύρηξε Άγιο, (ημέρα μνήμης 19 Ιουνίου).

[23] Δημ. Γ. Φωκά, Ο στόλος του Αιγαίου 1912- 1913 Έργα και ημέραι, Αθήναι 1940, σελ. 68, και Αρχείο Δ.Ι.Σ, Φ. 1699α/Β/1367. Ο Νικόλαος Στράτος (Αθήνα 1872 Γουδί 1922) ήταν υπουργός των Ναυτικών από το Μάιο του 1912 στη κυβέρνηση Βενιζέλου. Κατά γενική αναγνώριση συνέβαλε από τη θέση του στο αξιόμαχο του ελληνικού ναυτικού κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Γόνος του ήταν ο Ανδρέας Στράτος , νομικός, πολιτικός και βυζαντινολόγος, καθώς και η γνωστή σε όλους μας Δώρα Στράτου. Εκτελέστηκε στις 15/11 του 1922 στο Γουδί μαζί με άλλους 5 συγκαταδίκους του, ως ένας από τους υπαίτιους της Μικρασιατικής καταστροφής.

[24] Ο Τηλέμαχος Κουρμούλης γεννήθηκε στο Καρπενήσι, και πέθανε, με τον βαθμό του υποναύαρχου, το 1950 στην Αθήνα. Γόνος της ηρωικής οικογένειας των Κουρμούληδων από τον Κουσέ της Κρήτης. Όταν ήρθε στην Ιερισσό ήτανε 26 χρονών.

[25] Πληροφορία του Δημήτρη Κολοβού για τον Αριστείδη Σταθάκο. Αρχείο Βασίλειου Παντελή. Η αναφορά, που δέχεται και ο Βασίλειος Πάππας στο βιβλίο του «ο Χαλκιδικιώτης Μακεδονομάχος Καπετάν Γιαγλής», σελ. 141, ότι μαζί τους ήτανε και ο Ιωάννης Δεμέστιχας, ελέγχεται.

[26] Οι Ελληνικοί απελευθερωτικοί πόλεμοι 1912- 1913, Τάγμα Κολοκοτρώνη 1, Αντιστράτηγου Ι. Σ. Αλεξάκη, σελ.527- 528.

[27] Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, Κατάληψις υπό του στόλου της Χαλκιδικής χερσονήσου, 3 Νοεμβρίου 1912, σελ. 1, εφ. ΕΜΠΡΟΣ, κατάληψις της χερσονήσου Άθω, Σάββατο 3 Νοεμβρίου 1912, σελ. 4, κα.

[28] Εφημ. Μακεδονία, 3 Φεβρουαρίου 1913, σελ. 3.

[29] Αρχείο ειρηνοδικείου Ιερισσού, Έκθεση ορκωμοσίας, 9 Μαΐου 1913, αριθ. 12.

[30] Πολλοί ιστοριογράφοι θεωρούν ότι η κατάληψη της Χαλκιδικής έγινε χρονικά την ίδια περίοδο με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, το 1430. Έτσι αναφέρουν ότι βρισκόμασταν υπό τουρκική κατοχή 482 χρόνια. Αυτό όμως δεν ευσταθεί γιατί ήδη βρίσκουμε τη Χαλκιδική, εκτός της Καλαμαριάς, κάτω από τουρκική διοίκηση το 1425. Κατά τη περίοδο αυτή οι Βενετοί, που είχαν στην κατοχή τους τη Θεσσαλονίκη και τη χερσόνησο της Κασσάνδρας, πυρπολούν το κάστρο της Ιερισσού που κατέχεται ήδη από τους Τούρκους. Πρέπει λοιπόν να τοποθετήσουμε την κατάληψη της περιοχής μας γύρω στο 1423 (Ι. Α. Παπάγγελος, η Χριστιανική Χαλκιδική, τόμος Χαλκιδική, Ι. Κ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου- Ορμύλια 2002, σελ.148- 151). Τότε δηλαδή που δηλώσαν υποταγή στο Σουλτάνο, καθ’ υπόδειξη και του βυζαντινού δεσπότη της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου, οι Αγιορείτες μοναχοί.