Πάνω από τον εθνικό μέσο όρο είναι το ποσοστό σε Κιλκίς, Πέλλα και Χαλκιδική (24% – 25,99%), αλλά και σε Ημαθία και Πιερία (23% – 23,95%).

Σημαντική επιτάχυνση της γήρανσης του πληθυσμού, ειδικά στις ηπειρωτικές περιοχές της χώρας, καταγράφεται στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες.

Η πληθυσμιακή ομάδα των πολιτών άνω των 65 ετών αυξήθηκε κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο της χώρας την τελευταία 20ετία, ενώ το ίδιο διάστημα υπερδιπλασιάστηκε το ποσοστό των άνω των 85 ετών. Μάλιστα, η δημογραφική γήρανση παρουσιάζει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις στα διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, με συγκεκριμένες περιοχές να απειλούνται με ερημοποίηση. Αυτό δείχνει η ανάλυση των δεδομένων με βάση τις εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τον πληθυσμό την 1/1/2020, την οποία έκαναν ο καθηγητής Δημογραφίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης, ο καθηγητής του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, Βασίλης Παππάς, και η υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Μυρσίνη Φωτοπούλου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο πληθυσμός της χώρας μεταπολεμικά αυξήθηκε κατά 2,99 εκατομμύρια (7,69 εκατ. το 1951, 10,68 εκατ. το 2021). Η αύξηση αυτή προήλθε αποκλειστικά από την αύξηση των 19 ετών και άνω, καθώς το πλήθος των 0-19 ετών μειώθηκε κατά 890 χιλιάδες περίπου, ενώ αντιθέτως οι 20 ετών και άνω αυξήθηκαν κατά 3,93 εκατομμύρια (+84% σε σχέση με το 1951). Ανάμεσα στο 1951 και το 2021, όμως, οι άνω των 65 ετών, καθώς και οι άνω των 85 ετών αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα: το πλήθος της πρώτης ομάδας υπέρ-τετραπλασιάσθηκε και αυτό των 85+ πολλαπλασιάστηκε επί 12,5, τη στιγμή που οι 20-64 ετών αυξήθηκαν μόνον κατά 51%.

Τι συμβαίνει στη χώρα

Σε εθνικό επίπεδο, το ποσοστό των 65 και άνω υπερβαίνει πλέον το 22,5%, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Σε μια πολύ μικρή ομάδα έξι νομών το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο του 20%, ενώ στους μίσους σχεδόν νομούς (25 στους 51 καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται το Άγιον Όρος) οι 65 και άνω υπερβαίνουν το 24%. Σε 11 όμως από αυτούς, μεταξύ των οποίων και οι Σέρρες, το ειδικό βάρος των 65+ είναι ιδιαίτερα αυξημένο καθώς υπερβαίνει το 26% (με ακραίες περιπτώσεις την Άρτα και την Ευρυτανία με ποσοστά 32% και 37% αντίστοιχα).

Η γήρανση χαρακτηρίζει κυρίως την ηπειρωτική Ελλάδα, με τους ορεινούς νομούς της να καταγράφουν σαφώς υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου ποσοστά. Εξαίρεση από τον κανόνα στον ηπειρωτικό χώρο αποτελεί η Ξάνθη, το δίπολο Αττικής-Βοιωτίας και ο Νομός Θεσσαλονίκης. Η ύπαρξη μειονοτικών ομάδων (ιδιαίτερα Ρομά και Πομάκων) με πολύ νεανικούς πληθυσμούς και υψηλότερη του μέσου εθνικού ορού γονιμότητα αιτιολογεί το χαμηλό ποσοστά των 65+ στην Ξάνθη, ενώ η «θελκτικότητα» των δυο μητροπολιτικών κέντρων (εσωτερική μετανάστευση των προηγουμένων δεκαετιών, εγκατάσταση σε αυτά οικονομικών μεταναστών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, καθώς και εισερχομένων μετά το 2014 αλλοδαπών) αιτιολογεί την «ήπια γήρανση» του διπόλου Αττικής – Βοιωτίας και του Νομού Θεσσαλονίκης. Όπως επισήμανε ο κ. Κοτζαμάνης, στη Θεσσαλονίκη, όπου το σχετικό ποσοστό είναι κάτω του μέσου όρου (20 – 20,99%) υπάρχει συγκράτηση ή και αύξηση του πληθυσμού, όχι όμως στο κέντρο, αλλά κυρίως στους περιφερειακούς δήμους.

Πάνω από τον εθνικό μέσο όρο είναι το ποσοστό σε Κιλκίς, Πέλλα και Χαλκιδική (24% – 25,99%), αλλά και σε Ημαθία και Πιερία (23% – 23,95%).

Οι υπέργηροι

Ακόμα μεγαλύτερες αποκλίσεις εμφανίζει η «υπεργηρία», δηλαδή το ποσοστό των των 85 ετών και άνω που κατά μέσο εθνικό όρο είναι στο 3,5%. Σε 7 από τους 51 νομούς τα ποσοστά (>5%) είναι 1,5 φορά υψηλότερα από τον προαναφερόμενο μέσο όρο. Οι νομοί αυτοί βρίσκονται σχεδόν όλοι στο δυτικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία μαζί με τη Ανατολική Μακεδονία έχει πολύ υψηλά ποσοστά, σε αντίθεση με το ανατολικό ηπειρωτικό της τμήμα και τον νησιώτικο χώρο (ακραία περίπτωση τα Δωδεκάνησα που μαζί με την Ξάνθη έχουν τα χαμηλότερα, κάτω από 2%).

Στην Κεντρική Μακεδονία πάνω από τον μέσο όρο (4% – 4,99%) είναι οι νομοί Σερρών και Κιλκίς, ενώ οι υπόλοιποι είναι στο όριο (3% – 3,99%).

Η «γήρανση μέσα στη γήρανση»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σύμφωνα με τους ερευνητές, παρουσιάζει το ειδικό βάρος των 85 και άνω στην κατηγορία των πάνω από 65, δηλαδή της «γήρανσης μέσα στη γήρανση». Σημειώνεται ότι, ενώ σήμερα σε εθνικό επίπεδο αντιστοιχούν λίγο λιγότερα από 16 άτομα 85+ σε 100 άτομα 65+, το 2050, βάσει των υφιστάμενων προβολών, αναμένεται να αντιστοιχούν 19-21, δηλαδή ένας στους πέντε. Το 2020, όμως, ήδη σε 15 νομούς της χώρας μας με συνολικό πληθυσμό που αγγίζει το ένα εκατομμύριο το 2020 (το 9% του πληθυσμού μας αλλά το 25,5% της επιφάνειας), μεταξύ των οποίων και το Κιλκίς, αντιστοιχούν περισσότερα από 18 άτομα 85+ σε 100 ηλικιωμένους 65+, σε τέσσερις δε από αυτούς (Λακωνία, Αρκαδία, Φωκίδα και Ευρυτανία) περισσότερα από 20. Οι νομοί αυτοί έχουν επομένως ξεπεράσει 30 χρόνια νωρίτερα τον αναμενόμενο το 2050 μέσο εθνικό όρο, ενώ οι υπόλοιποι 11 αναμένεται να τον υπερβούν πολύ σύντομα.

Οι ερευνητές επισημαίνουν πως οδεύουμε προς έναν εκρηκτικό συνδυασμό «γήρανσης» και «υπεργηρίας» σε περισσοτέρους από 1 σε 4 νομούς της χώρας μας. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια (πολύ πριν το 2050) θα έχουμε μια ομάδα νομών όπου το 1/3 του πληθυσμού τους θα είναι 65 ετών και άνω, ενώ ταυτόχρονα το 1/4 των ηλικιωμένων τους θα είναι «υπέργηροι». Όπως ανέφερε ο κ. Κοτζαμάνης, δεδομένου ότι στις μετά το 1970 γενεές έχουμε μείωση των γάμων και αύξηση των διαζυγίων, καθώς και του ποσοστού όσων δεν θα έχουν παιδιά, ένα διαρκώς αυξανόμενο πλήθος ηλικιωμένων θα βρεθεί μετά τα 65 του χρόνια με πολύ λίγα άτομα στο στενό του οικογενειακό περιβάλλον την τελευταία περίοδο της ζωής του. Αυτό σημαίνει, όπως είπε, ότι το κράτος πρόνοιας θα κληθεί να καλύψει όλο και περισσότερο τις ανάγκες των ατόμων αυτών, με δεδομένο ότι τα κόστη θα είναι αδύνατον να καλυφθούν από τους ίδιους.

voria.gr