Στη Χαλκιδική και πιο συγκεκριμένα στο Ποσείδι βρίσκεται το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα. Ο ναός εντοπίζεται στην περιοχή που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Μένδη και λειτουργούσε για περισσότερα από 1000 χρόνια. Υπάρχουν αναφορές σε αυτόν από τον Θουκυδίδη και σε αγιορείτικα έγγραφα του 14ου αιώνα. Πιθανότατα κτίστηκε από τους Ερετριείς, οι οποίοι αποίκησαν τη Μένδη και είχαν προστάτη τους τον Ποσειδώνα.

Η αρχαία Μένδη, στη χερσόνησο της Παλλήνης στη Χαλκιδική, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αποικίες της Ευβοϊκής Ερέτριας. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, η κατοίκησή της ξεκίνησε κατά τoν Α΄ Ελληνικό Αποικισμό. Η Μένδη γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους κυρίως εξαιτίας των εξαγωγών του περίφημου Μενδαίου οίνου.

To ιερό του Ποσειδώνα στην χώρα της αρχαίας Μένδης εκτείνεται στην επίπεδη επιφάνεια του αμμώδους ακρωτηρίου Ποσείδι. Η λατρεία του θεού πιστοποιείται από ένα μεγάλο αριθμό αγγείων με αναθηματικές επιγραφές που βρέθηκαν στους αποθέτες του.

Το ιερό ιδρύθηκε κατά τους υπομυκηναϊκούς-πρωτογεωμετρικούς χρόνους και μέχρι την ελληνιστική περίοδο αποτελούσε το πρωιμότερο μέχρι σήμερα ιερό της Μακεδονίας και ένα από τα πρωιμότερα σε ολόκληρο τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο.

Η εποχή της ιδιαίτερης ακμής του, ωστόσο, ανάγεται στη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ.

Το αρχαιότερο λατρευτικό κτίριο είναι μονόχωρο αψιδωτό διαστάσεων (14,27×5,42μ.), και χρονολογείται στον 11ο αιώνα π.Χ. Είχε λίθινη θεμελίωση και πλίνθινη ανωδομή. Στο εσωτερικό του, αλλά και γύρω από αυτό, αποκαλύφθηκαν επάλληλα στρώματα θυσιών και άλλων τελετουργιών, που χρονολογούνται από τον 12ο έως και τον 5ο αιώνα π.Χ.

Γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. ξεκίνησε η κατασκευή του κτιρίου Γ, η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.. Είναι μια οβάλ κατασκευή, διαστάσεων 25,20×7μ., η οποία πρέπει να ήταν σε χρήση μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ., οπότε επισκευάσθηκε το δάπεδο, ενώ κατασκευάσθηκε αναβαθμός, ίσως για την τοποθέτηση εδράνων και κλινών.

Αβέβαιη παραμένει προς το παρόν η χρήση του ορθογώνιου κτιρίου Β, διαστάσεων 20×16μ., στα ΝΔ του χώρου, το οποίο χρονολογείται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ..

Περίπου στα μέσα του 5ου αιώνα κατασκευάστηκε το κτίριο Α, διαστάσεων 23,20×8,35μ., στο κέντρο περίπου του ανεσκαμμένου χώρου. Είχε το σχήμα αρχαίου ναού με πρόδομο και σηκό, ενώ είχε θεμελιωθεί πάνω σε στρώμα θυσιών του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ., όπου αφθονούσαν τα οστά ζώων, τα όστρεα, καθώς και τα πήλινα αγγεία.

Όπως διαπιστώθηκε και από τη γεωλογική έρευνα το ιερό καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση μιας αμμώδους χερσονήσου, μήκους 150 περίπου μέτρων και πλάτους 60, έτσι ώστε τα κτίριά του να προβάλλονται μέσα στη θάλασσα, όπως οι αντίστοιχοι ναοί στο Σούνιο και τη Νάξο. Η γεωμορφολογία του ακρωτηρίου μεταβλήθηκε σημαντικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, λόγω των αποθέσεων και μετατοπίσεων της άμμου από τις τρικυμίες αλλά και των μεγάλων σεισμικών ρηγμάτων. Η πυκνή διάταξη των τεσσάρων κτιρίων που έχουν προς το παρόν ερευνηθεί, υποδηλώνει την έλλειψη διαθέσιμου χώρου, κανένα κτίριο ωστόσο δεν φαίνεται να είχε καταργήσει ουσιαστικά τη χρήση του αρχαιότερου, ενώ αρκετά αποσπασματική ήταν η κατάσταση διατήρησης των περισσότερων θεμελίων.

Συστηματική ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε στο ιερό από την ΙΣΤ΄Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, υπό τη Διεύθυνση της Ι. Βοκοτοπούλου, στο διάστημα 1990-1994.

πηγή thesstoday