Το Δημοτικό Σχολείο Νέου Μαρμαρά και ο Πολιτιστικός-Λαογραφικός Σύλλογος του χωριού “Η Προικόννησος” διοργανώνουν εκδήλωση μνήμης με αφορμή τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων (100) από την ίδρυση του Νέου Μαρμαρά.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου στις 11.00 π.μ. στον χώρο του Δημοτικού Σχολείου με κύριο ομιλητή τον Κωνσταντίνο Νίγδελη, ιδρυτή μουσείου προσφυγικού ελληνισμού της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως-Σταυρουπόλεως Θεσσαλονίκης. Παράλληλα θα εκτεθεί πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ενώ την εκδήλωση θα πλαισιώσει το παιδικό χορευτικό τμήμα του Π.Σ. “Η Προικόννησος”.

Στο τέλος θα υπάρξει κέρασμα από τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του Σχολείου, ενώ δεν θα λείπει και το τοπικό λικέρ της περιοχής το μαντζούνι που θα ετοιμάσουν με αγάπη η κυρίες του Συλλόγου.

«Με αφορμή φέτος τα 100 χρόνια από την ίδρυση του χωριού μας, του Νέου Μαρμαρά θα πραγματοποιήσουμε μία εκδήλωση μνήμης και τιμής σε αυτά που χάθηκαν, που έμειναν πίσω, στους ανθρώπους μας, αλλά και στη νέα μας πατρίδα που οι πρόγονοί μας, οι γονείς μας και οι συγγενείς την δημιούργησαν από το μηδέν», λέει η πρόεδρος του Π.Σ. “Η Προικόννησος” Μενεξούλα Παραβάλου, τονίζοντας παράλληλα πως «όλη αυτή η διοργάνωση γίνεται με την πολύτιμη βοήθεια του διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου Γιώργου Καπλάνη».

«Είναι μία εκδήλωση που μας αφορά όλους. Είναι η ζωή μας, το παρελθόν και το μέλλον μας. Γι’αυτό όλοι θα πρέπει να είναι εκεί, να τη στηρίξουν, να μάθουν, να γνωρίσουν ότι ενδεχομένως δεν ξέρουν και ειδικά τα νέα παιδιά που θα κληθούν αργότερα να λάβουν αυτή τη σπουδαία παρακαταθήκη», συνεχίζει η κα. Παραβάλου απευθύνοντας κάλεσμα συμμετοχής σε όλο το χωριό!

Ένα “προσκλητήριο” Μνήμης και Τιμής για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του Νέου Μαρμαρά….

Το χρονικό, η δύσκολη εγκατάσταση και η επόμενη ημέρα

Το ταξίδι της προσφυγιάς σκόρπισε τους Μαρμαρινούς ανά τον ελλαδικό χώρο: Χαλκιδική, Εύβοια, Ωρωπός, Αθήνα, Πειραιάς, Μυτιλήνη, Λήμνος· μα και Αμερική, Ευρώπη, Αφρική, Αυστραλία.

Το δράμα των ανθρώπων ανείπωτο. Σε μία και μοναδική στιγμή, όλος ο κόσμος τους γκρεμίστηκε, ακριβώς κάτω από τα πόδια τους. Κι ο πάταγος της πτώσης αυτής, εκκωφαντικός.

Δύο χρόνια περίπου μετά την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, αρχίζουν να καταφθάνουν μέσα στις βάρκες οι πρώτοι ξεριζωμένοι πρόσφυγες. Σε ένα μέρος ακατοίκητο, χωρίς νερό και φαγητό, χωρίς στέγες, χωρίς τίποτα. Τα μόνα τους υπάρχοντα ήταν αυτά που μπόρεσαν να σώσουν από την παλιά πατρίδα.

Οι βάρκες τους αφήνουν μόνους και ερήμους στη σημερινή περιοχή του γηπέδου του Νέου Μαρμαρά, στο ναυπηγείο, στο “Μπαλαμπάνι” όπως λεγόταν τότε.

Πρόσωπα ταλαιπωρημένα, φοβισμένα, ξεριζωμένα από τον τόπο τους, γεμάτα πόνο και απέραντη θλίψη. Πρόσωπα που αναζητούσαν μία νέα πατρίδα, μία νέα ζωή…, έχοντας όμως βαθιά χαραγμένη στη μνήμη τους την πατρίδα τους που άφησαν πίσω, τους ανθρώπους τους, τα υπάρχοντα τους, το κόκκινο χρώμα του αίματος από την μεγάλη καταστροφή που σκόρπισε τον τρόμο, την απόγνωση, τις μνήμες…τις χιλιάδες μνήμες που δεν έσβησαν ποτέ.

Με το που φθάνουν εκεί στη νέα πατρίδα, η ελονοσία θέριζε. Ο ένας πέθαινε μετά τον άλλο. Μωρά, μικρά παιδιά, έχαναν τη ζωή τους από την αρρώστια, όπως την έχασε και ο παπάς που ερχόμενος στην νέα πατρίδα χτυπήθηκε από την δύσκολη αρρώστια. Η πείνα και η δίψα τους είχε κυριεύσει. Το  κράτος τους έστειλε μόνο μερικές σκηνές για να βολευτούν, όπως μπορούσαν να βολευτούν και εκεί έμειναν για 2 χρόνια. Τόσοι πεθαμένοι εκεί χάμω από το “χτύπημα” της ελονοσίας περίμεναν να τους ψάλλουν και να ταφούν, από τον παπά στον Παρθενώνα που κατέβαινε μόνο μία φορά την εβδομάδα. Καμία βοήθεια, μόνο από το Μετόχι του Γρηγορίου που υπήρχε στην περιοχή και μεριμνούσε όπως μπορούσε για αυτούς τους ανθρώπους που έβλεπες στα μάτια τους την εξαθλίωση, τον πόνο, αλλά και την ελπίδα…Την ελπίδα που δεν άφησαν να χαθεί και με πίστη, θάρρος και αποφασιστικότητα προχώρησαν μπροστά δειλά-δειλά, αλλά προχώρησαν.

Διατηρώντας άσβεστη τη φλόγα της αλησμόνητης πατρίδας, δεν άφησαν να ξεχαστεί το χθες, οι παραδόσεις και η ιστορία τους. Με υπομονή και επιμονή προσπάθησαν να μεταδώσουν την κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Με την εργατικότητα και την διάθεση για πρόοδο και δημιουργία συνέβαλαν στην ίδρυση της νέας τους πατρίδας, του Νέου Μαρμαρά.

Πρώτα έχτισαν με τα χέρια τους την εκκλησία, ύστερα το δημοτικό σχολείο και μετά από πολύ καιρό τα πρώτα τους σπίτια. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη τους και η αγάπη τους για τα γράμματα  που αυτό φάνηκε από τον πόθο τους να δημιουργήσουν πρώτα την ενορία και το σχολεία και έπειτα μία στέγη για να μείνουν και όλα τα υπόλοιπα φυσικά.

Ήταν άνθρωποι βαθιά θρησκευόμενοι, προκομμένοι, γεμάτοι καλοσύνη. Άνθρωποι που έφεραν τον ανθό και τον καρπό στη νέα τους πατρίδα, την οποία με τα χρόνια την μεγάλωσαν, την εξέλιξαν και την έκαναν μια σύγχρονη κωμόπολη, προικισμένη και γεμάτη πολιτισμό και παραδόσεις. Ναι έτσι είναι σήμερα ο Νέος Μαρμαράς. Ένας τόπος ευλογημένος, γεμάτος από αρχοντιά και ωραίους ανθρώπους που ο καθένας έχει να μοιραστεί κάτι όμορφο και ξεχωριστό, και να θυμίσει στους νεότερους το παρελθόν, εκείνο που δεν έσβησε ποτέ από την μνήμη, εκείνο που τις νύχτες έρχεται στο νου και κυριεύει όλο το “είναι”.

Ήταν 1 Αυγούστου του 1924 όταν οι πρώτοι πρόσφυγες έφτασαν στη νέα τους πατρίδα, τον Νέο Μαρμαρά. Πέρασε κιόλας ένας αιώνας από την ίδρυση της νέας τους πατρίδας, μίας πατρίδας που τελικά κατάφερε να τους χωρέσει όλους και που εξακολουθεί να μεγαλώνει ακόμη και σήμερα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο:

με προκοπή, ωραίους ανθρώπους, μεράκι και πολιτισμό!

Της Μορφούλας Ντέμπλα