Το νεκροταφείο της αρχαίας Ακάνθου καταλαμβάνει έκταση περίπου 60 στρεμμάτων και εντοπίζεται κάτω από τον σημερινό οικισμό της Ιερισσού . Οι 13.200 ταφές που εντοπίστηκαν κατά τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, διαχωρίζονται χωροταξικά, τυπολογικά και χρονολογικά σε δύο νεκροταφεία: το μεσόγαιο νεκροταφείο, το οποίο χρονολογείται στην εποχή του Σιδήρου, και το παράλιο νεκροταφείο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την πυκνότητα, την επαλληλία των τάφων και τα πολυποίκιλα κτερίσματα, που δηλώνουν την αδιάκοπη χρήση του χώρου ως νεκροταφείο από τον 7ο αι. π.Χ. ως τον 4ο αι. μ.Χ. Στο παράλιο νεκροταφείο έχουν ενταφιαστεί χωρίς διάκριση βρέφη, παιδιά και ενήλικες, ενώ έχουν εντοπιστεί και κάποιες ταφές ζώων.

Τα σημαντικότερα και πολυπληθέστερα στοιχεία, που έχουμε ως τώρα για τους κατοίκους και την κοινωνική δομή της αρχαίας Ακάνθου, προέρχονται από τις ανασκαφές του νεκροταφείου της. Η συστηματική ανασκαφική έρευνά του ξεκίνησε το 1973 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Το νεκροταφείο είναι επισκέψιμο και καταλαμβάνει έκταση περίπου 60 στρεμμάτων και εκτείνεται κοντά στην παράλια ζώνη του σημερινού οικισμού της Ιερισσού. Ο αριθμός των νεκρών , που έχει εντοπιστεί ξεπερνάει τις 13.200, ενώ χωροταξικά, τυπολογικά και χρονολογικά διαφοροποιούνται δύο νεκροταφεία:το μεσόγαιο νεκροταφείο, το οποίο χρονολογείται στην εποχή του Σιδήρου, και το παράλιο νεκροταφείο, όπου η συνύπαρξη τάφων διαφόρων εποχών σε δύο, τρία ή και περισσότερα επάλληλα επίπεδα, στην ίδια περιοχή, δηλώνει την αδιάκοπη χρήση του από τον 7ο αι. π.Χ. ως τον 4ο αι. μ.Χ.

Στο μεσόγαιο νεκροταφείο, (το οποίο μέχρι σήμερα αριθμεί 280 τάφους), κυριαρχεί ο πολλαπλός ενταφιασμός σε μεγάλα πιθάρια, τα οποία κοσμούνται στην περιοχή του ώμου με πλαστικό σχοινοειδή δακτύλιο. Σχιστόπλακες φράσσουν τα στόμια των πιθαριών, ενώ οι χαρακτηριστικοί συμπαγείς λίθινοι περίβολοι τις περισσότερες περιπτώσεις, περιβάλουν μέρος μόνο των ταφικών αγγείων. Λιγοστές είναι οι λακκοειδείς ταφές, οι οποίες ορίζονται από λίθους και ακόμα πιο σπάνιες οι καύσεις. Χρυσοί σφηκωτήρες και δαχτυλίδια, χάλκινες πόρπες, σπειροειδή βραχιόλια και κομβία, συνοδεύουν ως κτερίσματα τις γυναικείες ταφές, ενώ σιδερένια εγχειρίδια τις ανδρικές. Τα αγγεία που συνοδεύουν τους νεκρούς είναι κυρίως οπισθότμητες πρόχοι και κύπελα.
Στο παράλιο νεκροταφείο η συνήθης θέση των νεκρών –πλην εξαιρέσεων-είναι η ύπτια, με τα χέρια παράλληλα προς το σώμα και με το κεφάλι στα Α ή ΝΑ. Αντίθετα, ο προσανατολισμός των ταφικών αγγείων, παρουσιάζει μια σχετικά μεγαλύτερη διαφοροποίηση. Οι τάφοι ανήκουν στους γνωστούς τύπους της αρχαιότητας, με συχνότερους τους λακκοειδείς, (απλοί λάκκοι ή επιχρισμένοι με πηλό). Πολλές φορές η θέση τους σημαίνονταν από απλές πέτρες, ενώ τα καρφιά , που συχνά εντοπίζονται, δηλώνουν τη χρήση ξύλινων φερέτρων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιοι νεκροί με σιδερένιες πέδες στα πόδια τους, για τους οποίους επικρατεί η άποψη ότι ήταν βαρυποινίτες. Οι εγχυτρισμοί, αποτελούν τον κύριο τρόπο παιδικού ενταφιασμού και η διαδικασία τοποθέτησης των βρεφών στο αγγείο, απαιτούσε το τεχνητό σπάσιμο του αγγείου και την εκ των υστέρων κάλυψή του από τα θραύσματα του ίδιου ή άλλου αγγείου.

Μεγάλη είναι η παρουσία των κεραμοσκεπών τάφων, όπου οι κεραμίδες κάλυπταν με τη μορφή στέγης το σώμα, ενώ λιγότερα συχνά εμφανίζονται οι πήλινες σαρκοφάγοι (άλλοτε απλές, άλλοτε με ζωγραφικές παραστάσεις στο χείλος και συχνότερα με ανάγλυφο Ιωνικό κυμάτιο). Σπανιότερη είναι η παρουσία των κτιστών κιβωτιόσχημων τάφων, οι οποίοι σχετίζονται με τη χρήση του νεκροταφείου στα ρωμαϊκά χρόνια.

Το έθιμο της καύσης των νεκρών, πραγματοποιείται συνήθως σε λάκκους, (απλούς ή επενδεδυμένους με πλιθιά), ενώ σε λιγοστές περιπτώσεις εντοπίζονται και τα τεφροδόχα αγγεία, στα οποία τοποθετήθηκε εκ των υστέρων η τέφρα του νεκρού.

Τα κτερίσματα, που συνόδευαν τους νεκρούς ήταν συνήθως πήλινα αγγεία, (κορινθιακές κοτύλες και αρύβαλλοι, αττικές λήκυθοι, κύλικες και σκύφοι), τα οποία φθίνουν κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ στη ρωμαϊκή εποχή κυριαρχούν τα ερυθροβαφή και τα γυάλινα . Η τοπική παραγωγή αντιπροσωπεύεται σε όλες τις περιόδους του νεκροταφείου.

Ειδώλια τοποθετούνταν κυρίως στις παιδικές ταφές, ενώ διαδεδομένο είναι και το έθιμο της τοποθέτησης στεφανιών στους τάφους νεαρών παιδιών ή γυναικών. Χρυσά και ασημένια κοσμήματα (ενώτια με λεοντοκεφαλές ή τη μορφή του μικρού έρωτα, δαχτυλίδια/σφραγίδες, με ημιπολύτιμους λίθους, χάλκινα βραχιόλια με οφιόσχημες απολήξεις κλπ) κοσμούσαν τις γυναικείες ταφές, ενώ τις ταφές των παιδιών τις συνοδεύουν σχεδόν πάντα οστέινοι αστράγαλοι. Αξίζει να σημειωθεί πως στο παράλιο νεκροταφείο έχουν ενταφιαστεί χωρίς διάκριση βρέφη, παιδιά και ενήλικες, ενώ έχουν εντοπιστεί και κάποιες ταφές ζώων, (αγαπημένα ζώα των νεκρών), όπως σκύλοι και άλογα.

πηγή www.efachagor.gr