Το μέλλον για το ελληνικό βερίκοκο μπορεί να είναι ευοίωνο, κυρίως λόγω της δημοφιλίας που απολαμβάνει το φρούτο εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, λόγος για τον οποίο και τοποθετείται σε όλες τις αγορές δίπλα από τις μπανάνες και τα κεράσια, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα βρεθούν εκείνες οι ποικιλίες που θα αντέχουν στα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η κλιματική κρίση, δεν θα εκλείπουν οι εργάτες γης και θα μετριαστεί το κόστος παραγωγής για τους καλλιεργητές. Η παγκόσμια αγορά και οι καταναλωτές θέλουν βερίκοκα ελκυστικά στο μάτι και εύγευστα και οι καλλιεργητές θέλουν νέες ποικιλίες που θα «σκέφτονται» και θα «λειτουργούν» με τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η κλιματική κρίση, αφού ακόμη και η ποικιλία «μπεμπέκο», που κυριάρχησε για περίπου 50 χρόνια στη χώρας μας, βγαίνει πια εκτός πεδίου, κυρίως λόγω αλλαγής κλίματος.

Τις προαναφερόμενες θέσεις και διαπιστώσεις, εξέφρασαν οι συμμετέχοντες στο Διεθνές Συνέδριο Βερίκοκου που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Εμπορικού Γεγονότος Φρούτων και Λαχανικών «Freskon» (11-13/4), που «τρέχει» παράλληλα με τη νέα διοργάνωση της «Logistics & Transports Thessaloniki EXPO», που εστιάζει στα logistics και στις μεταφορές.

Μειωμένη κατά 50% τουλάχιστον αναμένεται η φετινή ελληνική παραγωγή βερίκοκου

Για ακαρπία βερίκοκου έως και 80% από κακές ανθοφορίες και γονιμοποιήσεις, κάνουν λόγο παραγωγοί στη Βόρεια Ελλάδα, σημειώνοντας ότι το φαινόμενο είναι σημαντικό πιο έντονο στις υπερπρώιµες και πρώιµες ποικιλίες, που εντοπίζονται κυρίως σε Ηµαθία, Πέλλα και Χαλκιδική.

«Η ζηµιά σε ορισµένες περιπτώσεις φτάνει και το 100%», επισημαίνει ο παραγωγός βερίκοκου από την περιοχή του Αγίου Γεωργίου Ημαθίας, Κωνσταντίνος Μαρκοβίτης, τονίζοντας ότι «μιλάµε για ποικιλίες όπως οι Mogador, Colorado, Tsunami, Bora, Luna, Pricia, στις οποίες τα δέντρα εµφανίζουν έντονο πρόβληµα ακαρπίας».

Λέγοντας πώς νούμερο ένα πρόβλημα για τους καλλιεργητές βερίκοκου είναι η κλιματική κρίση, ο κ. Μαρκοβίτης σημειώνει: «∆εν είναι κλιµατική αλλαγή, ούτε καν κρίση, μιλάμε για εγκληµατική αλλαγή. Στην περιοχή της Ημαθίας, αν και συµπληρώθηκαν φέτος πάνω από 980 ώρες ψύχους, οι βροχές κατά την περίοδο της ανθοφορίας, σε συνδυασµό µε τις χαµηλές για την εποχή θερµοκρασίες, δεν προσέλκυσαν τις μέλισσες με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει καλή γονιμοποίηση και έτσι έπεσαν πολλά άνθη, ενώ όσα διατηρήθηκαν στο δέντρο, εξελίχθηκαν σε μικρό καρπό που τελικά και αυτός βρέθηκε στο έδαφος».

Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος υπογράμμισε τη σημασία που έχει η ποικιλία που θα επιλέξει ο παραγωγός να καλλιεργήσει ανάλογα με την περιοχή στην οποία καλλιεργεί και λέγοντας ότι «ακόμη και αυτό δεν είναι πανάκεια», επισημαίνει χαρακτηριστικά «εγώ κάνω συνεχώς πειραματισμούς και ακόμη δεν έχω βρει εκείνη την ποικιλία που μου δίνει καλές παραγωγές κάθε χρόνο».

Μεταξύ άλλων, ο ίδιος ανέφερε ότι εκτίμησή του αποτελεί ότι η φετινή παραγωγή βερίκοκου στη χώρα μας θα είναι μειωμένη σε ποσοστό τουλάχιστον 50% σε σχέση με πέρυσι οπότε και κινήθηκε σε πάνω από 76.000 τόνους, στα επίπεδα του 2022 και σημείωσε ότι «μιλώντας με συναδέλφους μου σε όλη την Ελλάδα διαπιστώνω ότι εάν δεν βρεθούν ποικιλίες βερίκοκου με ανθεκτικότητα στη σάρκα, δεν λυθεί το πρόβλημα με την έλλειψη εργατών γης και δεν μετριαστεί το κόστος παραγωγής που έχει εκτιναχτεί σε ποσοστό άνω του 80% τουλάχιστον, τότε δεν βλέπω μέλλον για τον πρωτογενή τομέα γενικώς».

Για μια ακόμη κακή χρονιά φέτος, ύστερα από τέσσερα χρόνια μειωμένης παραγωγής βερίκοκου, έκανε λόγο μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο παραγωγός στην Πορταριά Χαλκιδικής, Αθανάσιος Νεστορούδης και υπογραμμίζοντας τις σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης σημείωσε ότι «προχωρήσαμε σε αναδιάρθρωση καλλιέργειας με δικά μας έξοδα και παρόλο που βάλαμε τις πολλά υποσχόμενες ποικιλίες που μας συνέστησαν οι επιστήμονες, ωστόσο το πρόβλημα παραμένει». Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνοντας ότι «δεν είναι τυχαίο που την τελευταία πενταετία έχει εγκαταλειφθεί σε μεγάλο ποσοστό η καλλιέργεια βερικοκιάς στην Χαλκιδική», ο ίδιος εκτίμησε ότι «δεν θεωρώ καθόλου απίθανο να είναι η τελευταία χρονιά που θα παράξει την όποια ποσότητα παράξει ο νομός Χαλκιδικής, η οποία και δεν πιστεύω ότι θα ξεπεράσει το 20% σε σχέση με την περσινή. Δεν μπορούμε άλλο να μπαίνουμε μέσα, πιστεύω ότι οι εκριζώσεις δέντρων βερικοκιάς θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση».

Για μια ακόμη «καταστροφική» χρονιά φέτος για τους παραγωγούς βερίκοκου, μίλησε από την πλευρά της η Διευθύντρια Ερευνών, Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Παυλίνα Δρογούδη, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τα δέντρα είναι άδεια, όπως συνέβη το 2020 αλλά και το 2023.

Αναφερόμενη στο φαινόμενο της ακαρπίας της βερικοκιάς που παρατηρείται και φέτος, η ίδια επισήμανε ότι οφείλεται στο ζεστό χειμώνα αλλά και στις βροχές που επί μιάμιση εβδομάδα έπεφταν κατά την περίοδο της επικονίασης. Στο πλαίσιο αυτό πρόσθεσε, «πρέπει να ερευνήσουμε, με διεπιστημονική συνεργασία, τι μπορούμε να καλλιεργήσουμε και σε ποιές περιοχές στη χώρα μας».

Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι από το 1967 μέχρι και σήμερα καταγράφεται μείωση της συσσώρευσης του ψύχους κατά 10% και τόνισε ότι οι αλλαγές του κλίματος φαίνεται να είναι πιο έντονες στην Κεντρική Μακεδονία.

Στη διάρκεια του διεθνούς συνεδρίου επισημάνθηκε ότι η Ελλάδα είναι στην τέταρτη θέση στην κατάταξη παραγωγής βερίκοκου στην Ευρώπη και 16η σε παγκόσμιο επίπεδο. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι το 70% της παγκόσμιας παραγωγής βερίκοκου, ήτοι 2 εκατ. τόνοι ετησίως, προέρχεται από Τουρκία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα και το υπόλοιπο 30% παράγεται σε Ιράν, Πακιστάν, Συρία, Κίνα και ΗΠΑ.

Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι καλλιεργούνται πάνω από 2 εκατ. δέντρα, ενώ τα 4/5 της συνολικής παραγωγής βερίκοκου εντοπίζονται στην Πελοπόννησο (Αργολίδα και Κορινθία). Μικρότερες ποσότητες προέρχονται από τους Νομούς Χαλκιδικής, Πέλλας, Πιερίας, Ημαθίας, Μαγνησίας, Ηρακλείου Κρήτης και από τα Δωδεκάνησα.

Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες στη χώρα μας είναι είναι οι παραδοσιακές Τυρίνθου, Μπεμπέκου, Διαμαντοπουλου αλλά και νέες (λόγω ανθεκτικότητας στην sharka) όπως είναι η νεράιδα, aurora και άλλες πατενταρισμένες κοκκινόσαρκες, που επιλέγονται με κριτήριο τόσο την πρωιμότητα, την εμφάνιση του καρπού, το χρώμα του φλοιού, το μέγεθος, την γεύση και άρωμα, όσο και την μετασυλλεκτική ανθεκτικότητα του στην τυποποίηση, συσκευασία και μεταφορά, για διάθεσή του στον καταναλωτή για τις επιτραπέζιες ποικιλίες, αλλά και στην επεξεργασία τους στις μεταποιητικές βιομηχανίες.