γράφει η Σουζάνα Καζάκα

Το πρόγραμμα ANTINERO, που υλοποιείται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, παρουσιάστηκε ως η πιο φιλόδοξη προσπάθεια πρόληψης και προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας. Με παρεμβάσεις καθαρισμού, δημιουργία αντιπυρικών ζωνών και συντήρηση δασικών δρόμων, φιλοδοξεί να θωρακίσει τη χώρα απέναντι στον εφιάλτη των πυρκαγιών. Όμως, η πραγματικότητα που αποκαλύπτεται σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και πιο πρόσφατα στη Χαλκιδική γεννά σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα, τη νομιμότητα και κυρίως την ηθική βάση του σχεδιασμού και της υλοποίησης του προγράμματος.

«Θωράκιση» ή καταστροφή;

Από τη Δυτική Ελλάδα έως τη Χαλκιδική, πλήθος περιβαλλοντικών οργανώσεων, δασολόγων και τοπικών κοινωνιών καταγγέλλουν ότι το πρόγραμμα προκαλεί μαζική καταστροφή του υπορόφου, αφανίζει τη βιοποικιλότητα και δημιουργεί νέες, ανθρωπογενείς εστίες κινδύνου αντί να προστατεύει. Με απευθείας αναθέσεις, αδιαφάνεια, ανεπαρκείς ελέγχους και χωρίς ουσιαστική περιβαλλοντική αδειοδότηση, οι εργολάβοι κόβουν, καθαρίζουν και «τακτοποιούν» το δάσος με τρόπο που συχνά μοιάζει περισσότερο με εκχέρσωση παρά με προληπτική επέμβαση.

Η Χαλκιδική «καίγεται» για απαντήσεις

Μία από τις περιοχές που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα ANTINERO είναι και η Χαλκιδική. Εκεί, η φωτιά στη Βουρβουρού, που ξέσπασε πρόσφατα από εργασίες καθαρισμού εντός του δάσους, κατέκαψε πολύτιμη δασική έκταση. Υπεύθυνος σύμφωνα με τις Αρχές δεν ήταν άλλος από τον εργαζόμενο του εργολάβου, ο οποίος οδηγήθηκε σε δίκη μια δίκη που πήρε αναβολή για τον Οκτώβριο.

Ο εργολάβος όμως; Εκείνος συνεχίζει απτόητος, δουλεύοντας στο ίδιο δάσος που κατέστρεψε, εν μέσω καύσωνα, σε ημέρες απαγόρευσης εργασιών λόγω υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς. Το ερώτημα δεν είναι πια τεχνικό. Είναι πολιτικό και βαθιά ηθικό.

Ποιοι προστατεύονται τελικά;

Γιατί οι εργολαβικές συμβάσεις δεν προβλέπουν ρητά αποκλεισμό εργασιών τους μήνες υψηλού κινδύνου; Ποιο είναι το νόημα ενός προγράμματος προστασίας του δάσους, όταν η ίδια η “προστασία” του το καίει;

Και το χειρότερο: γιατί το Υπουργείο δεν καταγγέλλει τη σύμβαση με τον εργολάβο που συνέβαλε σε μια περιβαλλοντική και οικονομική καταστροφή; Τι περιμένει; Να καούν σπίτια; Να θρηνήσουμε θύματα;

Το κράτος, αντί να απαιτήσει εξηγήσεις, κλείνει τα μάτια και στέλνει στο εδώλιο τον εργάτη  το «ανθρωπάκι», που εκτελούσε εντολές για το μεροκάματο. Αυτόν που κρατούσε το μηχάνημα, όχι το συμβόλαιο. Αυτόν που δεν διαπραγματεύτηκε τον χρόνο των έργων, ούτε έλαβε την απόφαση να συνεχιστούν εν μέσω καύσωνα.

Ποιος θα κάψει το υπόλοιπο;

Αυτό που ζούμε δεν είναι απλώς αδιαφορία. Είναι κρατική αναλγησία με εργολαβική υπογραφή. Ο εργολάβος  ο πραγματικός υπεύθυνος δεν έχει υποστεί καμία συνέπεια. Καμία οικονομική ζημία, καμία διακοπή σύμβασης, καμία αποδοκιμασία. Κι ας κάηκε το δάσος. Κι ας πληρώνει το κράτος δηλαδή εμείς όλοι  την αποκατάσταση.

Το ερώτημα είναι ένα: πόσο ακόμη θα “προστατεύουμε” τα δάση καίγοντάς τα; Και ποιοι τελικά προστατεύονται  οι άνθρωποι ή οι εργολάβοι;

Μέχρι να αλλάξει κάτι, η απάντηση φαίνεται να είναι σαφής: το δάσος θα συνεχίσει να καίγεται στο όνομα της προστασίας του. Και το κράτος θα συνεχίσει να σιωπά.