Άρθρο του Ευθύμη Καρανάσιου
Όταν το 2012 σχηματίσθηκε η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, ήρθε αντιμέτωπη με ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο: να βάλει τάξη στα δημόσια οικονομικά, να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις στο κράτος, να περικόψει αχρείαστες δαπάνες, να ανοίξει τον δρόμο για μεγάλες επενδύσεις, στις οποίες θα συμμετείχε και ο ιδιωτικός τομέας. Όλα αυτά τη στιγμή που η πραγματική οικομομία αιμορραγούσε, οι καταθέσεις εξανεμίζονταν από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τα “κόκκινα δάνεια” και η “υπερχρέωση” ήταν στα ύψη. Κλείνοντας σχεδόν μία δεκαετία μέσα στην κρίση, μπορούμε σήμερα να πούμε μετά βεβαιότητας ότι εκείνη η κυβέρνηση πέτυχε πολλά. Η αίσθηση που υπήρχε στον κόσμο της πραγματικής οικονομίας, λίγο πριν την ανατροπή της εξαιτίας της αδυναμίας εκλογής ΠτΔ, ήταν ότι “κάτι” κινούνταν. Το κλίμα είχε ήδη αλλάξει.
Η Χαλκιδική, εξαιτίας των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της, της γεωργίας και κυρίως του τουρισμού, δεν επλήγη συνολικά από την κρίση όσο άλλοι νομοί της επικράτειας. Παρόλα αυτά, δέχθηκε ισχυρά πλήγματα. Ένα από αυτά ήταν το λουκέτο στο “GERAKINA BEACH”.Μία μονάδα με εκατοντάδες εργαζομένους, που προσέλκυε σημαντικό αριθμό επισκεπτών, έκλεισε, με εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία της περιοχής.
Η συγκεκριμένη μονάδα ήταν σημείο αναφοράς για την περιοχή. Απασχολούσε εκατοντάδες εργαζομένους και η μεγάλη επισκεψιμότητά της είχε θετικές συνέπειες και για την πραγματική οικονομία της περιοχής. Επειδή, όμως, ακριβώς ήταν μια παλιά μονάδα, με σημαντική ιστορία, ένα σημείο αναφοράς, το λουκέτο στο “GERAKINA BEACH” είχε και δευτερογενείς συνέπειες, με βασικότερη τη δημιουργία ενός αρνητικού επενδυτικού κλίματος για την περιοχή και τη Χαλκιδική. Όταν μία τέτοια μονάδα δεν καταφέρνει να επιβιώσει, εύλογα ο κάθε επίδοξος -μικρός ή μεγάλος- επιχειρηματίας έχει δεύτερες σκέψεις για κάθε ενδεχομένη κίνησή του.
Η επαναλειτουργία του “GERAKINA BEACH” υπήρξε, λοιπόν, προσωπικό πολιτικό μου στοίχημα, που μπορώ σήμερα, βλέποντας την εικόνα της περιοχής μερικά χρόνια μετά, να ισχυρίζομαι ότι το κέρδισα. Ως βουλευτής Χαλκιδικής, που ανήκα στην τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ανέδειξα το ζήτημα, εξήγησα τι σήμαινε το “λουκέτο” για την περιοχή αλλά και για τη χώρα, και προσπάθησα να ασκήσω πιέσεις για την εξεύρεση της βέλτιστης δυνατής λύσης, ώστε το ξενοδοχείο να επαναλειτουργήσει.
Εργάστηκα σκληρά για μήνες. Πέτυχα να δεχθεί η Τράπεζα να προχωρήσει στην προκήρυξη διαγωνισμού. Σε μια χώρα με αρκετά υψηλή φορολογία, με την οικονομία σε κακή κατάσταση, με μια αξιωματική αντιπολίτευση που υποσχόταν σκίσιμο των μνημονίων και κατάργησή τους “με έναν νόμο κι ένα άρθρο”, οι επενδυτές δεν εμφανίζονταν αυτόκλητα. Έπρεπε να δοθούν κίνητρα, να δημιουργηθούν προϋποθέσεις και όλα αυτά εξισορροπώντας τα αντιτιθέμενα συμφέροντα (κράτους – τράπεζας – επενδυτών).
Αντίστοιχες προσπάθειες έγιναν και για την επένδυση στον Αγ. Ιωάννη Σιθωνίας. Με σχέδιο, συστηματική δουλειά και ασκώντας τις κατάλληλες πιέσεις, πετύχαμε να αξιοποιηθεί η έκταση, στην οποία σήμερα κατασκευάζεται ξενοδοχειακό συγκρότημα από τον Όμιλο Μεντεκίδη, στο Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Το τελευταίο αποδέχθηκε το 2013 την προσφορά του ανωτέρω ομίλου, με αποτέλεσμα σήμερα να είμαστε κοντά στην ολοκλήρωση μίας επένδυσης που αγγίζει τα 50 εκατομμύρια ευρώ.