Οι γυναίκες εκείνη την εποχή περνούσαν τον περισσότερο καιρό στο σπίτι με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, τους διηγούνταν παραμύθια και ιστορίες απο γεγονότα και τα περιστατικά του χωριού σε παλαιότερες εποχές!

Γεμάτη αγάπη η ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς όταν μάζευε τα εγγόνια κοντά της για να εξιστορήσει τα θρακικά παραμύθια απο την πατρίδα της, χαρακτηριστικές οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, η πλούσια φαντασία έπλεκε πολλές ιστορίες μυστηρίου με βασιλιάδες, μάγισσες και πριγκίπισσες! Όπου για τους κακούς και ανήθικους χαρακτήρες η κατάληξη ήταν άσχημη, ενώ για τους καλούς και ηθικούς πάντα υπερτερούσε η δικαίωση στο τέλος!

Ένα τραγούδι που θυμάται ο Θεμιστοκλής Καραβιώτης:
” Εις της Θράκης την όμορφη χώρα
σέρναν μάγισσες μάγων χορό
μα εφύσηξε αγέρι ψυχρό
και σκορπίστηκαν τώρα.
Και μια μάγισσα μένει θαμμένη
στη βαθιά της κρυμμένη σπηλιά
που βαστάει ψηλά απ` το βορρά
με βοή και με ζάλη…”
Το κορίτσ` της φτωχής.

Μιά φορά κ` ένα καιρό ήταν δυό γειτόνσες η μιά ήτανε πλούσια κ` είχε ένα κορίτσ` άσχημο, η άλλ` ήτανε φτωχή και το κοριτσ` τς έμορφο. Μιά μέρα το κοριτσ` της φτωχής πήγε στο πηγάδ` να βγάλ` νερό, παρουσιάστηκαν δέκα τρείς νοματοί και το γύρεψαν νερό να πιούν, τους έβγαλε και έδωσε και στους δεκατρείς, ήτανε οι δώδεκα Απόστολοι κι ο Ιησούς Χριστός, ολ` ευχαριστήθκανε και το έδωσαν απο μια ευχή. Ο Χριστός το είπε να γίν` πλούσιο κι` αθάνατο, ο άλλος το είπε να είναι πεντάμορφο, ο άλλος να γελαγ` και να πέφτουνε απ το στόμα τ` τριαντάφυλλα, ο άλλος να χτενίζεται και να πέφτουν διαμάντια, όλοι το είπανε απο μια χάρ`. Η πλούσια σαν την είδε που πλούταινε πολύ, την είπε, πως έγινες πλούσια, σύ που δεν είχες στον ήλιο μοίρα; Κ` είπε το κορίτσ` , πήγα στο πηγάδ` να βγάλω νερό είδα δεκατρείς άνθρωποι, με γύρεψαν νερό και τους έδωσα και μ` έδωσαν τις χάρες.
Λέγ` κ` η αρχόντισσα στη κόρ` τς, να πας και σύ να βγάλς νερό.
Πήγ` η κόρ` τς, κει που έβγαζε το νερό παρουσιάστηκαν οι δεκατρείς νομάτ` και τη γύρεψαν νερό, δε τους έδωσε, κι` αυτοί την κατάρσανε να γίν` φτωχιά και πιο άσχημη. Το βασιλόπουλο έμαθε πως ήτανε ένα κορίτσ` πεντάμορφο και με πολλές χάρες, που όταν γελούσε έπεφταν τα τριαντάφυλλα απ` το στόμα τ`, κι` όταν χτενίζουνταν διαμάντια, πήγε και το είδε, τ` άρεσε και το πήρε γυναίκα τ`, έκαμε μεγάλη χαρά κ` ήμουνα και `γώ εκεί κ` έβλεπα. Μ` έδωσαν ένα τάσ` φλουριά, στο δρόμο πορχόμουνα περνούσα από ρέμα, οι βατρακοί φώναζαν βράκ, βράκ, `γω θάρρεψα πως ήτανε κλέφτες κ` έλεγαν μπράκ, μπράκ και τ` άφσα κ` έφγα.

Πηγή: Λαογραφικό Λεύκωμα Καλλικράτειας &
Θρακικά, Ελπινίκη Σταμούλη Σαράντη