Ο μεγάλος ποιητής της Ελλάδας Νίκος Καββαδίας πολλές φορές αναφέρθηκε στα ποιήματά του σε περιοχές της Χαλκιδικής, γεμίζοντας μας όλους με μεγάλη υπερηφάνεια, συγκίνηση και ένα κρυφό θαυμασμό.

Αυτή η ένταση, αυτή η ταραχή έχει διαπεράσει σίγουρα όποιον διάβασε ή άκουσε κάποια στιγμή τους στίχους «Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατώνι» (ποίημα Φάτα Μοργκάνα), «Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι» (ποίημα Πικρία), «θα μείνει ο ναύτης να μετρά το άσπρο το χαλίκι» (ο Λευκόλιθος της Γερακινής στο ποίημα Αντινομία), καθώς και «Που τ’αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί» (με καταγωγή από τον Μαρμαρά στο ποίημα Θεσσαλονίκη).

Ίσως αυτό που διαφεύγει μόνο σε μερικούς είναι ο έρωτας του Νίκου Καββαδία για μια Χαλκιδικιώτισα. Για την ακρίβεια την Φιλόλογο Θεανώ Σουνά με καταγωγή από τον Πολύγυρο. Ένας έρωτας αναπάντεχος, πρωτόγνωρος και δυνατός συνάμα που στάθηκε ικανός να εμπνεύσει τον ποιητή-ναυτικό και να αποτυπώσει αυτό το “αδιέξοδο”, αλλά και την ένταση του έρωτά του σε κάποια από τα μεγαλύτερα ποιήματά του, στην τελευταία του συλλογή που εκδόθηκε δυο χρόνια μετά την πρώτη συνάντησή τους, οπότε και πέθανε εκείνος από εγκεφαλικό.

Την ερωτεύτηκε παράφορα το 1973.  Γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης όπου είχε οργανωθεί μια παρουσίαση του λογοτεχνικού του έργου. Ο σπουδαίος ποιητής ήταν τότε 63 ετών και εκείνη μόλις 25. Ένας έρωτας “οφθαλμαπάτη”. Έτσι τον ονόμασε ο Νίκος Καββαδίας στο υπέροχο ποίημα του Φάτα Μοργκάνα, το οποίο αφιέρωνε στην Πολυγυρινή νεαρή μούσα του.

Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ποιητή γράφτηκαν άλλα τρία ποιήματα, τα οποία συνυπήρχαν παράλληλα με τη Φάτα Μοργκάνα και αυτά ήταν η “Πικρία”, η “Αντινομία” και η “Γυναίκα”. Σε αυτά αποκαλύπτεται επίσης η έννοια του φευγαλέου του έρωτα και αποτυπώνεται κυρίως η τραγικότητα του ναυτικού, ο οποίος είναι καταδικασμένος να μην γευτεί ποτέ την ερωτική πληρότητα.

Στην “Πικρία” συγκεκριμένα που γράφτηκε μόλις τρεις ημέρες πριν από το θάνατό του, παρουσιάζεται το επικίνδυνο και ατελέσφορο του έρωτά του αφού «Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι. Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια».

Η έμπνευση του ποιητή σε όλα αυτά έχει να κάνει με τα ερωτικά βιώματά του, τόσο στα προηγούμενα χρόνια της ζωής του, κυρίως όμως στα τελευταία δυο χρόνια της ζωής του που γνώριζε την πικρή όψη της αγάπης, την μοιραία Πολυγυρινή Φιλόλογο, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε αφήγησή του στον Μήτσο Κασόλα. Σε άλλα σημεία εξομολογείται μάλιστα για την κοπέλα από τον Πολύγυρο ότι «Της έλεγα, της επέμενα να φύγει, εγώ εξήντα πέντε, εσύ είκοσι πέντε, δεν ταιριάζει φύγε. Και έφυγε. Και τώρα την παρακαλάω να γυρίσει και δεν γυρίζει».

Ακόμη και το ερωτικό γράμμα που της έγραψε δεν στάθηκε ικανό να την μεταπείσει και έτσι ο έρωτας για το “Κοριτσάκι” του έμεινε ανεκπλήρωτος, όπως παραδέχεται ο ίδιος «Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή το καταπληκτικό Θαλασσινό Σκαρί, το κορμί σου», «Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας». Πιθανώς αυτή η στεριανή γοργόνα και η οδυνηρή έλλειψη προοπτικής μαζί της ήταν ο βασικός λόγος που ο Καββαδίας ξαναμπάρκαρε. Ωστόσο, δεν δίστασε να της αφιερώσει -παρά το μάταιο αγάπης και το αδιέξοδο της σχέσης τους- γραμμές υψίστης λογοτεχνικής έκφρασης «Λαμπάδα της Πίστης Μου. Ανοιχτό σημάδι του έρωτα μου. Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου. Σε αγκαλιάζω». Έτσι κατέστησε τον Πολυγυρινό έρωτά του αιώνιο σύμβολο, και πιστοποίησε την αδιαμφισβήτητη σαγήνη των γυναικών από τη Χαλκιδική και τη γοητεία που γεννά η Χαλκιδική γενικότερα.

πληροφορίες από αρχαιολόγο Άγγελο Σμάγα