Η πόλη είναι κτισμένη στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις υπώρειες του όρους Μπόζτεπε και δίπλα από τον ποταμό Μελάνθιο, που ρέει ανατολικά της πόλης.

Τα Κοτύωρα μνημονεύει ο Ξενοφών στο έργο του «Κύρου Ανάβασις», αναφέροντάς τα ως «πόλιν Ελληνίδα Σινωπέων αποικίαν». Ο ίδιος αναφέρει, επίσης, ότι οι Κοτυωρίτες πλήρωναν φόρο υποτέλειας στους Σινωπείς, οι οποίοι έστελναν στην πόλη αρμοστή για να την ελέγχουν και να την προστατεύουν. Εδώ παρέμειναν επί 45 ημέρες οι Μύριοι του Ξενοφώντα, πριν αποπλεύσουν για τη Σινώπη και αργότερα για την Ελλάδα.

Αφιέρωμα στα Κοτύωρα - Ορντού

Τα Κοτύωρα αναφέρονται επίσης σε γραπτές ιστορικές πηγές από τους Στράβωνα, Αρριανό, Διόδωρο, πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο κ.α., ενώ υπάρχει η άποψη ότι το όνομα της πόλης προέρχεται από τον Κότυο, Θράκα βασιλιά της αρχαιότητας και τη λέξη ώρα, που σημαίνει κάστρο. Την σύγχρονη ονομασία Ορντού αποδίδουν αρκετοί μελετητές στο γεγονός ότι ίσως σε κάποια φάση της κατάκτησής της από τους Οθωμανούς η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως τόπος συγκέντρωσης στρατευμάτων (ordu=στρατός), ενώ ο αρχαιολόγος Μπιγκλέ Ουμάρ υποστηρίζει ότι το όνομα αποτελεί παραφθορά του αρμενικού ορτί, που προέρχεται από εκκλησία που λειτουργούσε εδώ και ήταν αφιερωμένη στον Ιησού Χριστό.

Ιστορία

Κατά την αρχαιότητα, και πριν από την περσική κυριαρχία, τα Κοτύωρα αποτελούσαν ανεξάρτητη δημοκρατική πολιτεία, ενώ ο Αρριανός, στο έργο του «Περίπλους Ευξείνου», κατά το 2ο αι. μ.Χ. τα αναφέρει ως μια μικρή πόλη. Κατά την εποχή του Φαρνάκη Α΄ (185-170 π.Χ.) η πόλη των Κοτυώρων υπέπεσε σε κατάσταση μικρού αλιευτικού οικισμού και μετά το 63 π.Χ. ο Πομπήιος εγκατέστησε εδώ μερικές αλιευτικές οικογένειες για τις ανάγκες των ρωμαϊκών λεγεώνων.

Επί βυζαντινών τα Κοτύωρα δεν έχουν ιδιαίτερα σημαντική παρουσία, ενώ το 1204 υπάγονται στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Το 1454 περιέρχονται στην κυριαρχία του Σουλεϊμάν, ο οποίος παρέδωσε την πόλη στον Πορθητή, το 1461. Να σημειωθεί πως διερχόμενος ο Πορθητής παρατήρησε πως οι Έλληνες κάτοικοί της εγκατέλειψαν την πόλη τους και έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις, αφού προηγουμένως έκαψαν τα σπίτια τους για να μην τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι. Τότε διέταξε την εκ θεμελίων καταστροφή της για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος της.

Τα σημερινά Κοτύωρα, Ορντού σύμφωνα με τη σύγχρονη ονομασία, εικάζεται πως έχουν χτιστεί στην ίδια ή σε παρακείμενη με την αρχαία πόλη τοποθεσία, πράγμα που επιβεβαιώνουν και τα ευρήματα που έφεραν στο φως αρχαιολογικές ανασκαφές. Ο Παπαμιχαλόπουλος αναφέρει ότι στα Κοτύωρα, το 19ο αι., βρέθηκε άγαλμα ανδρός που παραπέμπει στο θεό Ερμή.

Η ακμή της πόλης τα νεότερα οθωμανικά χρόνια συνέπεσε με την εσωτερική μετανάστευση και τις μετακινήσεις των πληθυσμών του Πόντου, όταν οι Έλληνες κάτοικοι της ενδοχώρας της Χαλδίας άρχισαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να εγκαθίστανται στην περιοχή. Συγκεκριμένα Έλληνες από τα χαλδαϊκά χωριά Κορόνιξα, Γαργάενα, και Δέσμενα, και τα κερασουντιακά Κασσιόπη και Έσπιε, γύρω στα μέσα του 18ου αι., εγκαταστάθηκαν λίγα χλμ ΝΑ των Κοτυώρων, κοντά στο σημερινό χωριό Μπαϊραμλί. Μετά από παραμονή 60 χρόνων και έπειτα από μια καταστροφική πλημμύρα που παρέσυρε τον οικισμό, οι Έλληνες του Μπαϊραμλί εγκαταστάθηκαν στα όρια της ιστορικής πόλης, δημιουργώντας την ελληνική Ορντού.

Αφιέρωμα στα Κοτύωρα - Ορντού

Η ελληνική Ορντού

Η παρουσία των Ελλήνων στην Ορντού από το 18ο αι. και η ενίσχυση της ελληνικής κοινότητας με κατοίκους από διάφορους ελληνικούς οικισμούς της εκκλησιαστικής περιφέρειας της μητρόπολης Νεοκαισάρειας από τα μέσα του 19ου αι. έδωσαν πληθυσμιακή και αναπτυξιακή ώθηση στην πόλη, η οποία άρχισε να μεγαλώνει σημαντικά, την ίδια περίοδο που η ναυτιλία στον Πόντο παρουσίαζε ραγδαία ανάπτυξη. Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και τις δύο πρώτες του20ου αι., τα Κοτύωρα καθίστανται οικονομικό κέντρο της περιοχής και της ενδοχώρας και φιλοξενούν όσους Έλληνες από τα χωριά της περιοχής θέλουν να εγκατασταθούν σε αυτήν.

Έτσι σταδιακά οι Έλληνες παίρνουν στα χέρια τους την παραγωγή και το εμπόριο της πόλης, αποκτούν οικονομική ευρωστία, αναπτύσσονται κοινωνικά και δημιουργούν μια αξιοθαύμαστη αστική κοινότητα. Τα ελληνικά Κοτύωρα στα μέσα του 19ου αι. είχαν δύο κύριες συνοικίες, της Υπαπαντής (τη Παναγίας ή το Πέραν μαχαλάν), στους πρόποδες του όρους Μπόζτεπε, στη δυτική είσοδο της πόλης, και του Αγίου Γεωργίου (τη Τσαϊρί τη μαχαλάν), που ήταν ανατολικά κοντά στην αγορά. Η συνοικία της Υπαπαντής είχε τα πιο εντυπωσιακά σπίτια, αφού εκεί έμεναν οι εύπορες οικογένειες της πόλης. Προς τα τέλη του 19ου αι. κάτοικοι των χωριών της Χαλδίας ίδρυσαν και άλλη συνοικία, στα Κοτύωρα, αυτή του Αγίου Νικολάου. Η πόλη απέκτησαν ρυμοτομία και καλούς δρόμους στρωμένους με λευκή πέτρα.

Κάθε συνοικία είχε τη δική της ομώνυμη εκκλησία, ενώ σημαντική ήταν και η εκπαιδευτική δράση, με ένα τουλάχιστον σχολείο σε κάθε συνοικία. Κατά τον Παπαμιχαλόπουλο, ο πληθυσμός της πόλης στις αρχές του 20ου αι. έφτανε τους 10.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 5.500 ήταν Έλληνες, οι 2.500 Τούρκοι και οι υπόλοιποι Αρμένιοι.

Η ενδοχώρα ήταν εύφορη και από το λιμάνι της πόλης εξάγονταν προς την Ευρώπη, την Αίγυπτο και την Αραβία πολλά γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Διοικητικά, μέχρι την Ανταλλαγή, η πόλη ήταν πρωτεύουσα υποδιοίκησης (επαρχίας) που υπαγόταν στο νομό Τραπεζούντας και διατηρούσε έξι ναχιγιέδες (δήμους), στους οποίους υπάγονταν 309 χωριά με 120.000 κατοίκους. Από αυτούς, οι μισοί περίπου ήταν Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους χάθηκαν στα χρόνια των διωγμών και της Γενοκτονίας.

Η εκπαίδευση στα Κοτύωρα

Η εκπαίδευση στα Κοτύωρα άρχισε να αναπτύσσεται από τα μέσα του 19ου αι., με φροντίδα της εκκλησίας, της ελληνικής κοινότητας και των ευεργετών που δώρισαν μεγάλα για την εποχή ποσά για την ανέγερση σχολικών κτιρίων. Τα σχολεία λειτουργούσαν υπό την εποπτεία επιτροπής, ενώ τα ετήσια έξοδα εξασφαλίζονταν από τα έσοδα εγγραφής των μαθητών, που ήταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας, και από τα έσοδα εκπαιδευτικών εράνων που γινόταν στην κοινότητα και στην εκκλησία. Έτσι, η ελληνική κοινότητα των Κοτυώρων, λίγο πριν την Ανταλλαγή, έχει να επιδείξει μια εξελιγμένη κοινωνία με υψηλό επίπεδο ελληνικής εκπαίδευσης.

Στη συνοικία της Υπαπαντής βρισκόταν η Αστική Ψωμιάδειος Σχολή Κοτυώρων, η οποία χτίστηκε τα έτη 1870 – 73 με δαπάνες του ευεργέτη Κώστα Σ. Ψωμιάδη και λειτουργούσε ως ημιγυμνάσιο και ήταν από τα πιο σημαντικά στον Πόντο. Στις αρχές του 19ου αι. η σχολή παρείχε τα φώτα της ελληνικής παιδείας σε 350 μαθητές, αριθμός που μεγάλωσε τα επόμενα χρόνια. Το 1913, οι μαθητές της Ψωμιαδείου Σχολής ίδρυσαν τον πρώτο μαθητικό σύλλογο στον Πόντο.

Η Καρυπίδειος Σχολή ήταν δημοτικό σχολείο αρρένων και βρισκόταν στη συνοικία του Αγίου Νικολάου. Χτίστηκε το 1895 με δαπάνες του ευεργέτη Χατζή Χαράλαμπου Καρυπίδη, είχε τέσσερις τάξεις του δημοτικού όπου φοιτούσαν πάνω από 200 μαθητές.

Το Πολυκάρπειον Παρθεναγωγείο Κοτυώρων ιδρύθηκε το 1912 από το μητροπολίτη Νεοκαισάρειας και Κοτυώρων Πολύκαρπο. Είχε πέντε τάξεις και φοιτούσαν περίπου 200 μαθήτριες.

Η αρχή του τέλους για τους Έλληνες των Κοτυώρων

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, και κυρίως κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα στη ζωή των Ελλήνων της πόλης. Η θέσπιση της υποχρεωτικής στράτευσης και τα τάγματα εργασίας άρχισαν να αποδεκατίζουν τον ανδρικό πληθυσμό.

Τον Αύγουστο του 1917 ο ρωσικός στρατός και κατά την αποχώρησή του τον ακολούθησαν στη Ρωσία αρκετοί Κοτυωρίτες. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι Τούρκοι αποφάσισαν τον αναγκαστικό εκτοπισμό του ελληνικού πληθυσμού των Κοτυώρων. Πριν από τους εκτοπισμούς από τους 6.000 Έλληνες της πόλης γύρω στις 2.500 κατέφυγαν στην υπό ρωσική κατοχή Τραπεζούντα και τον Καύκασο και κατάφεραν να σωθούν. Οι υπόλοιποι χάθηκαν στο δρομολόγιο του θανάτου και στα τάγματα εργασίας της Κασταμονής και της Σεβάστειας.

Με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923, όσοι Κοτυωρίτες διασώθηκαν ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, τον Πειραιά, το Βύρωνα, τη Νέα Ιωνία, τον Υμηττό, τη Δραπετσώνα, τις Σέρρες, το Κιλκίς, την Κατερίνη, τη Δράμα, την Καβάλα, τα Γιαννιτσά κ.ά.

Από τα Κοτύωρα ήταν η καταγωγή του Στέλιου Καζαντζίδη.

Τα Παρχάρια των Κοτυώρων

Το κλίμα στην περιοχή των Κοτυώρων είναι εύκρατο με μόνιμη την παρουσία βροχών. Οι χειμώνες ήπιοι και τα καλοκαίρια με πολλή υγρασία, σε βαθμό που το κλίμα του καλοκαιριού να θεωρείται ανθυγιεινό, ιδιαίτερα για τα δεδομένα των αρχών του 20ου αι. όπου θέριζε στην κυριολεξία η ελονοσία. Η πραγματικότητα αυτή ώθησε τους Έλληνες Κοτυωρίτες, όπως άλλωστε και τους υπόλοιπους Έλληνες σε όλο τον παράλιο Πόντο, στα οροπέδια, στα γνωστά παρχάρια, όπου το κλίμα ήταν υγιεινό.

Εκεί στα παρχάρια οι αστοί είχαν τις εξοχικές κατοικίες τους, όπου ζούσαν τους θερινούς μήνες. Στα παρχάρια κατέφευγαν επίσης οι χωρικοί, μεταφέροντας μαζί τα ζωντανά τους, που έβρισκαν τροφή στα καταπράσινα λιβάδια των βουνών του Πόντου.

Οι αστοί Κοτυωρίτες είχαν εξοχικές κατοικίες σε διάφορες ορεινές τοποθεσίες γύρω από την πόλη, όπως Κετσίκιοϊ, Άεν Κωνσταντίνον, Μποζούκ-καλέ, Ατζίσουγιου, Τάπιες, Τζιβίλ, Μελέτιρμαν, με κορυφαίο όμως παραθεριστικό οικισμό το Τσάμπασι. Ο οικισμός του Τσάμπασι ήταν ένα μείγμα παραθεριστικού οικισμού και εμπορικού κέντρου, αφού πολλοί επαγγελματίες της πόλης των Κοτυώρων μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στην αγορά του Τσάμπασι. Τα καταστήματα λειτουργούσαν καθημερινά από τις αρχές Ιουνίου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Στο Τσάμπασι υπήρχαν τρεις συνοικίες, της Υπαπαντής, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου, όπως ακριβώς στην παραθαλάσσια πόλη της Ορντού – Κοτυώρων.

Πηγή: e-pontos.blogspot.com