Φωτογραφία Αρχείου

Ορισμένοι αμπελουργοί και οινοποιοί δεν θα τρυγήσουν φέτος ούτε ένα τσαμπί. Άλλοι στέκονται καταμεσής κατεστραμμένων αμπελώνων και πλημμυρισμένων οινοποιείων. Οι περισσότεροι θα πάρουν φέτος μειωμένη παραγωγή. Γιατί; Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ήταν ο πρώιμος περονόσπορος, που έφεραν οι βροχές και οι υψηλές θερμοκρασίες της άνοιξης. Σε άλλες το χαλάζι και οι ανοιξιάτικοι άνεμοι, που «αμμοβόλησαν» τα νεαρά βλαστάρια και τα άνθη των αμπελιών, νεκρώνοντάς τα. Σε όλες, ο παρατεταμένος καύσωνας του Ιουλίου, που επηρέασε ακόμα και ορεινές περιοχές. Και στη Θεσσαλία οι καταστροφικές πλημμύρες, που ήρθαν σαν το «κερασάκι στην τούρτα». Συνολικά στην Ελλάδα, η παραγωγή από τον φετινό τρύγο εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένη κατά 25% έως 30% ή και 40%, αν και σε ορισμένες ζώνες οι απώλειες υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 70% -ιδίως σε βιολογικούς αμπελώνες.

Το 2023 εξελίσσεται σε πολύ δύσκολη χρονιά για τους οινοποιούς όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, όπου οι καιρικές συνθήκες των τελευταίων μηνών έφεραν σε πολλές περιπτώσεις ασθένειες δύσκολο να καταπολεμηθούν. Τον φετινό χειμώνα πιθανότατα θα υπάρχουν ελλείψεις λόγω μειωμένης παραγωγής και -σε συνδυασμό και με τις πληθωριστικές πιέσεις- τα κρασιά στα ράφια του λιανεμπορίου και στην εστίαση αναμένεται να έχουν αυξημένες τιμές. Τα καλά νέα είναι ότι τα εναπομείναντα σταφύλια να είναι καλής -έως πολύ καλής- ποιότητας και σε αυτό βοηθά και το «φθινοπωρινό καλοκαίρι» των τελευταίων ημερών. Κάποιοι οινοποιοί μιλούν για μια σοδειά, που τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά προσομοιάζουν εκείνα της πολύ καλής χρονιάς του 2017, κάτι που πιθανώς θα βοηθήσει περαιτέρω στο εξαγωγικό άνοιγμα του ελληνικού κρασιού, που οι αγορές ζητούν πλέον με το «όνομά» του.

Όταν οι Γερμανοί οινοποιοί αναζητούν μούστο στην Ελλάδα

«Η μέση μείωση της παραγωγής από τον τρύγο στη χώρα φτάνει στο 30% και δεν αποκλείεται να προσεγγίσει ακόμα και το 40%. Καθαρή εικόνα θα έχουμε όταν ολοκληρωθεί η συγκομιδή, αλλά ήδη βλέπουμε ότι κάποια χωράφια, τόσο στη βιολογική, όσο και στη συμβατική καλλιέργεια έχουν πολύ μειωμένη, ελάχιστη ή και καθόλου παραγωγή. Μπροστά μας έχουμε έναν πολύ δύσκολο τρύγο. Με τα πρώτα κρασιά όμως θα κάνουμε λογαριασμό. Κάθε τρύγος είναι ένας αγώνας και ο καλός οινολόγος, όπως και ο καλός καπετάνιος, είναι για τα δύσκολα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο οινολόγος Γιάννης Βογιατζής, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου. Ο ίδιος εξηγεί: «οι πολλές βροχές του Μαΐου και του Ιουνίου, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες, έφεραν πρώιμο περονόσπορο, μια ύπουλη ασθένεια, συχνά δύσκολο να αντιμετωπιστεί, δεδομένου ιδίως ότι σε κάποια χωράφια η πρόληψη δεν ήταν εύκολη, λόγω του πολύ λασπωμένου χώματος, που δεν επέτρεπε την πρόσβαση στον αμπελώνα. Ο περονόσπορος επηρέασε όλη τη χώρα και έχουμε μειωμένη παραγωγή στο μεγαλύτερο μέρος της, με διαφοροποιήσεις ανά υποπεριοχή. Οι βιολογικοί αμπελώνες δε, έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα στην αντιμετώπιση του περονόσπορου και εκεί η παραγωγή αναμένεται μειωμένη σε ποσοστό άνω του 50% σε πολλές περιπτώσεις. Ο περονόσπορος βέβαια δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα αλλά και ευρωπαϊκό. Προβλήματα αντιμετωπίζουν η Ιταλία και η Ισπανία, ενώ πριν από λίγες ημέρες μάς προσέγγισε στον ΣΕΟ αντίστοιχος Σύνδεσμος από τη Γερμανία, με το ερώτημα αν υπάρχουν στην Ελλάδα παραγωγοί που πουλάνε μούστο. Η έλλειψη είναι γενικό φαινόμενο».

Όπως λέει, ενώ η μείωση της παραγωγής είχε δημιουργήσει κλίμα απογοήτευσης και επιφυλάξεις ως προς την ποιότητα των σταφυλιών, το καλό νέο είναι ότι η παραγωγή είναι ποιοτικά καλή, πιθανώς και πολύ καλή, κάτι που θα υποστηρίξει το «καλό όνομα» που έχει αρχίσει να δημιουργεί το ελληνικό κρασί εντός και εκτός των συνόρων. Το γεγονός είναι όμως ότι πιθανότατα θα σημειωθεί έλλειψη κρασιών προς πώληση και ήδη πολλά οινοποιεία έχουν ειδοποιήσει το λιανεμπόριο ότι δεν θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες. Οι ελλείψεις, σε συνδυασμό με τις πληθωριστικές πιέσεις, πιθανώς θα ανεβάσουν τις τιμές τον φετινό χειμώνα, αλλά οι παραγωγοί, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των καταναλωτών, θα προσπαθήσουν, όπως κάθε φορά, να απορροφήσουν μέρος αυτής της αύξησης, συμπληρώνει ο κ.Βογιατζής, σύμφωνα με τον οποίο το ελληνικό κρασί βρίσκεται σε μια περίοδο δυναμισμού, αύξησης των εξαγωγών και αναβάθμισης της αξίας του, αλλά και των τιμών του. Λόγω της κλιματικής κρίσης βέβαια, συσσωρεύονται φαινόμενα όπως ασθένειες δύσκολο να καταπολεμηθούν, χαλάζι, παρατεταμένοι καύσωνες και πλημμύρες, αλλά οι αμπελουργοί, οι οινολόγοι και οι οινοποιοί δίνουν τις μάχες τους.

Η καλή σοδειά …από τον χειμώνα φαίνεται

Ήδη από τις αρχές του έτους φάνηκε ότι το 2023 θα ήταν μια ιδιαίτερη χρονιά για τους οινοποιούς, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της ένωσης «Οινοποιοί Βορείου Ελλάδος», Στέλλιος Μπουτάρης. «Είχαμε έναν χειμώνα χωρίς τις βροχές και τα χιόνια που χρειαζόμασταν, μετά ήρθαν οι βροχές του Ιουνίου, όταν δεν τις θέλαμε, έπειτα ακολούθησε ο παρατεταμένος καύσωνας του Ιουλίου και αργότερα ήρθε και η κακοκαιρία “Daniel”. Η πτώση της παραγωγής εκτιμάται ότι θα είναι 25%-30% στο σύνολο της χώρας, αλλά μικρότερη, γύρω στο 15% στη Νάουσα. Βέβαια, παρά τη μικρότερη ποσότητα, έχουμε καλή ποιότητα, ειδικά σε όσους κάνουν διαλογή. Στη Νάουσα τα σημάδια είναι πολύ καλά, η ποιότητα της παραγωγής μας θυμίζει το 2017, που ήταν πολύ καλή χρονιά και στην ποιότητα αυτή βοηθά και το “φθινοπωρινό καλοκαίρι” που ζούμε αυτές τις ημέρες» προσθέτει, διευκρινίζοντας ότι, σε κάθε περίπτωση, η εικόνα αναμένεται να ξεκαθαρίσει πλήρως μετά τις 10-15 Οκτωβρίου, όταν ο τρύγος στη Βόρεια Ελλάδα εκτιμάται ότι θα ολοκληρωθεί με το Ξινόμαυρο.

Στο σκηνικό αυτό, η ανοδική πορεία των εξαγωγών συνεχίζεται, με τη ζήτηση για ελληνικό κρασί να αποκτά πιο σταθερά χαρακτηριστικά, ακόμα και σε αγορές όπως η Γερμανία ή το Βέλγιο, όπου «δεν είχε γκελ» και η ποιότητά του δεν θεωρείτο καλή. «Στη δημιουργία αυτής της ζήτησης έχει βοηθήσει πάρα πολύ ο τουρισμός (δεδομένου ότι αν ένας ξένος επισκέπτης της χώρας δοκιμάσει ένα καλό κρασί θα το αναζητήσει και στη χώρα του), αλλά και η βελτίωση του brand της Eλλάδας, η θετική δημοσιότητα γύρω από τη χώρα. Επίσης αποδίδουν καρπούς και οι προσπάθειες της “Wines of Greece” και το γεγονός ότι η εστίαση έχει ανέβει επίπεδο ως προς τα κρασιά που προσφέρει» σημειώνει. Το ελληνικό κρασί συνεχίζει να φτάνει και σε μη παραδοσιακές για αυτό αγορές, παρότι αυτή είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο, καθώς απαιτούνται «τουλάχιστον έξι μήνες μέχρι να τιμολογήσουμε» σε μια καινούργια αγορά. Και ο κ.Μπουτάρης αναμένει ανατιμήσεις προϊόντων στο ράφι και τα εστιατόρια τον φετινό χειμώνα.

«Κάποιοι παραγωγοί στη Θεσσαλία ίσως το σκεφτούν να ξαναφυτέψουν»

Καταστροφές και σε αμπελώνες προκάλεσε στη Θεσσαλία η κακοκαιρία «Daniel», η οποία ήρθε «σαν το κερασάκι στην τούρτα» σε μια έτσι κι αλλιώς δύσκολη χρονιά για τους οινοποιούς, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Οίνων και Αποσταγμάτων Θεσσαλίας, Κώστας Τσιλιλής. «Υπάρχουν αμπέλια που καταστράφηκαν 100%, γιατί τα “έπνιξε” ο Πηνειός, στην περιοχή του Τυρνάβου. Επίσης, αμπελώνες που δεν πνίγηκαν μεν, αλλά βρέθηκαν στον δρόμο χειμάρρων, που τα γέμισαν με φερτά υλικά και πέτρες. Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να γίνει μια υπολογίσιμη επένδυση, για να απομακρυνθούν τα φερτά υλικά και οι πέτρες, να αποκατασταθούν υποστηλώματα που ξηλώθηκαν και να ξαναφυτετούν αμπέλια. Σε κάποιες περιπτώσεις ίσως θα το ξανασκεφτεί ο παραγωγός αν θα ξαναφυτέψει ένα αμπέλι, που απαιτεί επένδυση τώρα, για να αποδώσει την πρώτη παραγωγή σε τέσσερα ή πέντε χρόνια» εκτιμά ο κ.Τσιλιλής, ο οποίος, σε ερώτημα για την έκταση των καταστροφών στους αμπελώνες, απαντά πως δεν έχει ακόμα ξεκάθαρη εικόνα, αλλά διευκρινίζει ότι ζημίες υπήρχαν και σε εγκαταστάσεις οινοποιείων, που πλημμύρισαν. «Είχαν προηγηθεί οι βροχές που έφεραν τον περονόσπορο, μετά ο καύσωνας και τέλος ο “Daniel”. Εκτιμώ ότι στη Θεσσαλία η παραγωγή σταφυλιού θα είναι φέτος μειωμένη κατά περίπου 50%. Είναι πολύ δύσκολη χρονιά, γιατί πέρα από τις απώλειες στην ίδια την παραγωγή, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τη γενικότερη προβληματική κατάσταση από τις επιπτώσεις των πλημμυρών» καταλήγει ο κ.Τσιλιλής.

Όταν ο καύσωνας ανηφορίζει στα ορεινά

Κατακόρυφα μειωμένη εκτιμάται ότι θα είναι η παραγωγή από τον φετινό τρύγο στην περιοχή της Ζίτσας στην Ήπειρο, με αποτέλεσμα να «βγαίνουν οριακά» οι ποσότητες για τα εμφιαλωμένα κρασιά Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Τα παραπάνω επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η οινολόγος Ελένη Σίντου, εξηγώντας ότι στις συμβατικές καλλιέργειες η μείωση ανέρχεται σε περίπου 70% και στις βιολογικές φτάνει μέχρι και στο 90%, καθώς ο περονόσπορος, που είναι ακόμα πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί με βιολογικά σκευάσματα, αποδεκάτισε την παραγωγή. «Ευτυχώς, ό,τι έχει απομείνει, είναι καλής ποιότητας» λέει η κα Σίντου, διευκρινίζοντας ότι είναι μόλις η τέταρτη (21/9) ημέρα του τρύγου, άρα «όλα αυτά είναι απλώς εκτιμήσεις. Ο τρύγος ολοκληρώνεται σε περίπου 15 ημέρες και τότε θα δουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε» σημειώνει.

Παρατηρεί πως οι καιρικές συνθήκες έχουν αλλάξει σημαντικά την τελευταία δεκαετία: «για παράδειγμα η περίοδος του καύσωνα του Ιουλίου ήταν η πιο παρατεταμένη που έχουμε ζήσει τα τελευταία 20-25 χρόνια. Εδώ στη Ζίτσα έχουμε ορεινούς αμπελώνες, σε υψόμετρο 700 μέτρων, και συνήθως δεν υπάρχει τόση ζέστη, δεν έχουμε δηλαδή τις θερμοκρασίες της κεντρικής και της νότιας Ελλάδας. Την τελευταία δεκαετία βέβαια, οι αλλαγές στον καιρό μπορώ να πω πως έχουν ευνοήσει τη ζώνη μας, βοηθώντας στην καλύτερη ωρίμανση των σταφυλιών και βελτιώνοντας το κόστος της καλλιέργειας. Η Ζίτσα είναι όψιμη ζώνη και η συγκομιδή γίνεται συνήθως στο τέλος Σεπτεμβρίου. Τις προηγούμενες δεκαετίες το φθινόπωρο ερχόταν πολύ νωρίς, οπότε ο καιρός της τελευταίας δεκαετίας μάς έχει βοηθήσει να αναδείξουμε τις ποικιλίες μας. Το φετινό βέβαια, ήταν κάτι απρόσμενο. Μένει να δούμε αν ήταν απλά μια κακή χρονιά ή κάτι που θα συνεχιστεί» λέει.

Ο οινολόγος Βασίλης Τσακτσαρλής, συν-δημιουργός (μαζί με τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου) του Κτήματος Βιβλία Χώρα στις πλαγιές του Παγγαίου Όρους, έχει εικόνα του φετινού τρύγου σχεδόν από άκρη σε άκρη της χώρας, χάρη στα οινοποιεία που λειτουργούν σε Θηρασιά (όπου η παραγωγή προέρχεται από περίπου 70 στρέμματα αμπελιών, συν άλλα τόσα περίπου στη Σαντορίνη), Γουμένισσα (όπου υπάρχουν 50 στρέμματα γύρω από το Μικρό Κτήμα Τίτου, συν άλλα 120 στη Γερακώνα) και Ηλεία (150 στρέμματα). «Κατά κύριο λόγο και πρώτα από όλα είμαστε αμπελουργοί και μετά οινοποιοί. Στην Ηλεία έχουμε 150 στρέμματα και συγκομίσαμε όλα τα σταφύλια. Ήταν δύσκολη χρονιά εξαιτίας του περονόσπορου -αν ο περονόσπορος κατάφερνε να μπει στο αμπέλι. Εμείς καλλιεργούμε με βιολογικό τρόπο, τόσο για το περιβάλλον, όσο και για εμάς, γιατί θέλουμε, όταν περπατάμε στο αμπέλι, να μπορούμε να κόψουμε και κάποιο τσαμπί σταφύλι και να το φάμε. Η βιολογική καλλιέργεια είναι πιο δύσκολη από τη συμβατική, γιατί τα σκευάσματα που χρησιμοποιούμε -χαλκός και θειάφι- όταν βρέχει, ξεπλένονται. Χρειάζεται λοιπόν συνεχής εγρήγορση και επαγρύπνηση. Δεν μπορείς να πεις “ράντισα πριν από δέκα ημέρες” και να αφήσεις το αμπέλι στην τύχη του. Αν είσαι μέσα στο αμπέλι, δύσκολα το χάνεις» υποστηρίζει.

Και φέτος η επαγρύπνηση χρειαζόταν να είναι πραγματικά συνεχής, καθώς στην αρχή, το πρόβλημα ήταν ο περονόσπορος, μετά ήρθε το ωίδιο και ακολούθησε και ο καύσωνας, «που αν είχες κρατήσει λίγα φύλλα να σκιάζουν τα σταφύλια και έριχνες και λίγο νερό, έκανες εξαιρετικά σταφύλια». «Στη Γουμένισσα ο τρύγος θα αρχίσει μετά τις 30 Σεπτεμβρίου. Στο Παγγαίο τρυγήσαμε ήδη και έχουμε εξαιρετικά λευκά και τώρα μαζεύουμε τα κόκκινα, που είναι επίσης πολύ καλά. Στην Ηλεία τρυγήθηκαν όλα. Είναι πολύ καλή χρονιά για εμάς. Και στα τρία κτήματα βέβαια, υπάρχει έλλειψη προιόντος» λέει. Κι όταν το προϊόν λείπει, τι έχει προτεραιότητα; Η εγχώρια αγορά ή οι εξαγωγές; «Επειδή η ελληνική αγορά στήριξε πολύ τη Βιβλία Χώρα, προσπαθούμε πάντα να κρατάμε ισορροπία. Οι εξαγωγές μας είναι σήμερα στο 27% και μπορούν να φτάσουν και στο 35%. Δεν τις αυξάνουμε, γιατί αν το κάνουμε, θα λείψουν τα κρασιά στην ελληνική αγορά» καταλήγει.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ